Οι αμανέδες, τα μακάμια και τα κοινά τραγούδια Τούρκων και Ελλήνων


Από πάντα η προσφυγιά κι η μετανάστευση δημιουργούνταν από συγκεκριμένους υπεύθυνους: τους δημιουργούς των πολέμων και της φτώχιας, είτε πρόκειται για ντόπιους είτε για ξένους δυνάστες. Στην περίοδο του καπιταλισμού και ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, αυτοί οι συγκεκριμένοι είναι οι ιμπεριαλιστές που καταπιέζουν τις εξαρτημένες σε αυτούς χώρες ή και δημιουργούν πολέμους για τα δικά τους συμφέροντα. Σε αυτό τον καμβά βόμβας, αίματος και δυστυχίας, αυτοί που την πληρώνουν είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Από τα χειρότερα όμως είναι το γεγονός πως πολύ συχνά στη χώρα που καταλήγουν, ο εθνικισμός, ο φασισμός και όλοι οι υπόλοιποι “υπάλληλοι” του ντόπιου καπιταλισμού, τους αντιμετωπίζουν σαν ξένους, βρωμιάρηδες και μιαρούς. Ενώ στην πραγματικότητα όσα τους ενώνουν είναι πάντα σπουδαιότερα από τις εθνοτικές και πολιτισμικές τους διαφορές, που σίγουρα δε χρειάζεται να είναι και σημείο έριδας, αλλά σημείο συνάντησης.

Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η περίπτωση των Μικρασιατών προσφύγων. Και ο λόγος που έχει σημασία να τους θυμόμαστε, ή μάλλον ένας από τους πολλούς, είναι επειδή τα σύννεφα του πολέμου σήμερα στην περιοχή μας φουντώνουν, η ρατσιστική προπαγάνδα εναντίον των σημερινών προσφύγων συνεχίζει ακάθεκτη και το κίνημα κι η αριστερά οφείλει να απαντήσει, με κάθε δυνατό τρόπο. Άλλωστε αυτοί ήταν και αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης, με την κατεύθυνση των ξένων αφεντικών τους. Επομένως δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι υπάρχουν και τόσα που μας ενώνουν με τον τουρκικό λαό όπως και με τους προσφυγικούς λαούς που καταλήγουν κατατρεγμένοι στη χώρα μας. Πέραν, φυσικά, του ταξικού στοιχείου και των κοινών αγώνων που εν τέλει θα είναι και η απόδειξη αυτής της φιλίας. Κι όλα αυτά γιατί κανένας λαός, πόσω δε μάλλον γειτονικός, δεν είναι εχθρός μας.

Στο δια ταύτα, λοιπόν. Είναι ιδιαιτέρως γνωστό ότι οι πρόσφυγες τη δεκαετία του 1920 έφεραν μαζί με τον πολιτισμό τους ευρύτερα (που δεν ήταν δα και τόσο ξένος και διαφορετικός από αυτόν του ελλαδικού χώρου) και τα τραγούδια τους. Σε ποιον ανήκουν βέβαια αυτά τα τραγούδια; Σύμφωνα με τις δισκογραφικές ανήκουν σε “μεγάλους Σμυρναίους συνθέτες, όπως ο Τούντας” που σε αντίθετη με την ευρεία μάζα των προσφύγων που έμειναν στη φτώχεια και την αφάνεια, φρόντισαν να πάρουν παραδοσιακές μελωδίες των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας και να τις κατοχυρώσουν στο όνομά τους. Βλέπετε, για κάποιους πάντα υπάρχει ο τρόπος ανέλιξης πάνω στη δουλειά των πολλών. Στη δισκογραφία θα βρει κανείς πολλούς τίτλους που έχουν τραγουδηθεί και στα ελληνικά και στα τουρκικά, όχι από κάποιο τυχαίο γεγονός, αλλά επειδή ήταν παραδοσιακά τραγούδια αγαπητά σε όλους τους λαούς της περιοχής. Ενδεικτικά να πούμε τον Κόνιαλη, το Σάλα-σάλα, το Χαρικλάκι, τη Μανταλιώ-Μανταλένα, το Σαν πας στα ξένα, μεταξύ πολλών άλλων.

Τα πράγματα βέβαια δεν ήταν τόσο απλά. Εκτός των τόσων κοινών τραγουδιών, γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν ατέλειωτα άλλα τραγούδια από τους μουσικούς της εποχής, σε γενικές γραμμές σε κοινές φόρμες, είτε ήταν πρόσφυγες, είτε ντόπιοι. Και μάλιστα στην ίδα περίπου μουσική θεωρία και τεχνοτροπία που χρησιμοποιούσαν όχι μόνο οι Τούρκοι, αλλά και πολλοί λαοί της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αυτές οι κλίμακες πάνω στις οποίες πολύ συχνά γράφονταν τραγούδια, ονομάζονται μακάμ. Ο εθνικισμός (βασικά την περίοδο του Μεταξά αλλά και πιο πριν) όμως που αναπαρήγαγε και ανατροφοδοτούσε το ελληνικό κράτος έβαλε στο στόχαστρο τα τραγούδια τα οποία ακούγονταν “ανατολίτικα”. Τα θεωρούσε τουρκικά και γι'αυτό τα απαγόρευσε, άλλα λιγότερο, άλλα πιο αυστηρά. Το όραμα της δυτικοποίησης (βλ. εξάρτηση από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές) έπαιρνε σάρκα και οστά με τις πράξεις του εθνικισμού.

Και τέλος, οι αμανέδες. Όλοι είναι εξοικειωμένοι με το τι είναι ένας αμανές. Ούτε αυτοί γλίτωσαν τη λογοκρισία του κράτους. Και το πιο φοβερό είναι πως αυτή η υπέροχη, δραματική μορφή τραγουδιού μπήκε στο στόχαστρο τόσο της Ελλάδας (ως τουρκικό τραγούδι) αλλά και της Τουρκίας (ως ελληνικό τραγούδι). Υπήρχαν μουσικοί όπως ήταν ο Βαγγέλης Παπάζογλου που δεν υπέβαλλε κανένα τραγούδι για έλεγχο και ο Γιοβάν Τσαούς που αντιστάθηκαν.

Σήμερα, όλα αυτά έχουν διπλή σημασία. Έχουν σημασία αφ'ενός γιατί τα “τουρκικότροπα” τραγούδια των τότε προσφύγων και τα κοινά μας καλλιτεχνικά βιώματα ως λαοί, δείχνουν πως ούτε έχουμε τίποτα να χωρίσουμε, ούτε πρέπει να τσιμπάμε σε προπαγάνδα πως ο ένας θέλει να φάει τον άλλον. Αυτοί που θέλουν να φάνε ο ένας τον άλλον είναι τα κράτη μας και οι τάξεις που είναι στο τιμόνι τους, το ίδιο επιθετικές όσο και επικίνδυνες για τους λαούς μας. Αλλά έχουν και σημασία αφ'ετέρου γιατί πάντα οι κατατρεγμένοι στις χώρες που πηγαίνουν, αντιμετωπίζουν τον εθνικισμό που τροφοδοτεί το κράτος για να τους κρατάει καταπιεσμένους, και δε διστάζουν ακόμα κι όταν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες μοιάζουν πολύ περισσότερο με το λαό που τους υποδέχεται, ταξικά και με κάθε τρόπο, απ' ό,τι θέλουν να νομίζουμε οι κοινοί μας δυνάστες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι 9 τέχνες για την Πρωτομαγιά

Λένιν, Γκόρκι, σταλινισμός, Σοστακόβιτς

Για την περίπτωση ΛΕΞ