Το μυστήριο των βουλγάρικων φωνών


Η δυτική μουσική βιομηχανία τις έμαθε το 1975 από τον ομώνυμο δίσκο Le Mystère des voix Bulgares, και κυρίως από την επανέκδοση μια δεκαετία περίπου αργότερα της δισκογραφικής 4AD που ειδικευόταν σε τελείως διαφορετική μουσική (gothic, indie κλπ). Η Βουλγαρία όμως αυτό το μουσικό θησαυρό τον είχε ήδη αξιοποιήσει από νωρίς, από τις αρχές της δεκαετίας του '50. Πρόκειται για μια γυναικεία χορωδία γνωστή αρχικά ως η Γυναικεία χορωδία της βουλγαρικής κρατικής τηλεόρασης.

Η διαδρομή τους είναι τόσο αξιοσημείωτη όσο και το είδος της δουλειάς που κάνουν. Από τα μεγαλύτερα pop ονόματα της δυτικής μουσικής βιομηχανίας όταν τις πρωτοάκουσαν, θέλησαν λίγο διάστημα μετά την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου να συνεργαστούν μαζί τους. Το στυλ τραγουδιού τους μάλιστα έχει αξιοποιηθεί από διάφορες συνθέσεις είτε σε δίσκους ή στον κινηματογράφο, ενώ το χορωδιακό σύνολο έχει βραβευτεί και με το βραβείο Grammy.

Όσο όμως η καπιταλιστική δύση έμενε άφωνη μπροστά σε αυτό το λαϊκό μουσικό μνημείο, η πάλαι ποτέ σοσιαλιστική Βουλγαρία, απλά αξιοποιούσε αυτό που ανήκε ήδη στη βουλγαρική λαϊκή συνείδηση. Και μάλιστα το σύνολο χαρακτηρίστηκε από το κράτος ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά του λαού της βαλκανικής χώρας.

Το ενδιαφέρον όμως έγκειται στην αντίληψη που υπήρχε για το σύνολο από τις δύο περιπτώσεις. Κατ' αρχάς όσον αφορά το έργο της χορωδίας, αυτές τραγουδούν τόσο παραδοσιακές πολυφωνικές συνθέσεις της Βουλγαρίας, όσο και δικές τους δημιουργίες. Το βασικό στοιχείο είναι η πολυφωνία, η οποία δεν έχει απλά μια λογική αποτύπωσης της παράδοσης. Τουλάχιστον όχι σε αυτή την περίπτωση των “Βουλγαρικών Φωνών”. Παράλληλα όμως αξιοποιούν τόσο παλιότερες τεχνικές τραγουδιού όσο και νέες συνθετικές νόρμες, εκφράζοντας έτσι την προοδευτική αυτή διαδρομή που μπορεί να ακολουθήσει ένα κομμάτι λαϊκής τέχνης στο επίπεδο της μορφής του. Εκεί που ο καπιταλισμός έβλεπε κάτι όντως πρωτότυπο και πρωτόγνωρο, προσπαθώντας όμως να το πλασάρει ως κάτι παραδοσιακό και αθάνατο, καταδικάζοντάς το σε είδος μουσείου, οι “Βουλγαρικές Φωνές” δεν ήταν “παραδοσιακές” στην ουσία τους, όπως αυτό τουλάχιστον επικρατεί στο σήμερα. Αντιθέτως ήταν φωνές προόδου, καθώς ό,τι παραδοσιακό βουλγαρικό είχαν, ήταν αφ' ενός στοιχείο ιστορίας, ενώ αφ' ετέρου ήταν απλά το πάτημα για την εξέλιξη της μουσικής του βουλγαρικού λαού.

Έτσι λοιπόν η πρόσληψη της χορωδίας από δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους, δείχνει και την ασυμβίβαστη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις. Η καπιταλιστική τέχνη υπηρετώντας ένα σύστημα το οποίο έχει σταματήσει να μπορεί να προσφέρει το οτιδήποτε καινούριο, δε μπορεί να αντιληφθεί τον εαυτό της έξω από το στοιχείο της “μουσειακότητας”. Τόσο σε μορφή όσο και σε περιεχόμενο υπάρχουν συγκεκριμένα περιθώρια. Η λαϊκή τέχνη εντός του καπιταλισμού συναντάει αυτή την αντίφαση, όπου παλεύει να εξυπηρετήσει κάτι άλλο, όμως συναντά αυτά τα περιθώρια, όσο δεν μπορεί να ξεφύγει μέσω της ριζοσπαστικοποίησης του λαού και της κίνησής του σε κομμουνιστική κατεύθυνση (μέσω των αγώνων του, των αντιστάσεών του, κλπ). Από την άλλη η οικοδόμηση του σοσιαλισμού έδειξε στο επίπεδο της τέχνης μια κατεύθυνση απελευθέρωσης των τεχνών από τα δεσμά της παραδοσιακότητας και του “μουσειακού” στυλ δημιουργίας. Δηλαδή η αξιοποίηση των παραδοσιακών μορφών ήταν στο επίπεδο του να αποτελέσουν εφαλτήριο για την ανατροπή της αστικής μορφής τέχνης και του προχωρήματος σε μια νέα μορφή που θα εξυπηρετεί καλύτερα την ανάδειξη του λαϊκού της περιεχομένου. Η μουσική των “Βουλγαρικών Φωνών” δεν ήταν απλά ένα πάντρεμα του παραδοσιακού με το νέο στοιχείο, όπως αρέσκεται να λέει η αστική κριτική τέχνης. Αντιθέτως ήταν ένα παράδειγμα αυτής ακριβώς της νέας κατεύθυνσης που θέλει να ακολουθήσει η τέχνη στο σοσιαλισμό, που προχωράει σε αυτή την κατεύθυνση, εν γνώσει των παλιών στοιχείων, αλλά με τη λογική της ανατροπής τους χάριν μιας νέας μορφής τέχνης που θα ανταποκρίνεται πια στο παρόν και στο μέλλον.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι 9 τέχνες για την Πρωτομαγιά

Λένιν, Γκόρκι, σταλινισμός, Σοστακόβιτς

Για την περίπτωση ΛΕΞ