“Το παλτό” του Νικολάι Γκόγκολ, σε διασκευή για θέατρο


Στη Θεσσαλονίκη παίζει για τρίτη συνεχή χρονιά το θεατρικό έργο “Το παλτό”, βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Νικολάι Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία Αντώνη Καραγιάννη και διασκευής για θέατρο Δέσποινας Καλαϊτζίδου. Πρωταγωνιστές είναι ο Κρίτωνας Ζαχαριάδης και ο Βασίλης Κανελόπουλος.

Πρόκειται για ένα έργο το οποίο, αν και γραμμένο στα μέσα του 19ου αιώνα, παραμένει επίκαιρο, ενώ έχει επηρεάσει σημαντικά τη μετέπειτα ρωσική λογοτεχνία.

Εν συντομία για την υπόθεση: πρόκειται για την ιστορία ενός κρατικού υπαλλήλου, του Ακάκι Ακάκιεβιτς, ο οποίος χρόνια τώρα παραμένει στη θέση του χωρίς ανέλιξη, και τόσο φτωχός που αδυνατεί να αντικαταστήσει το παλιό και εξαιρετικά φθαρμένο του παλτό. Μετά από παραίνεση συναδέλφου του, αποφασίζει να επισκευάσει το παλτό του, όμως ο ράφτης του λέει ότι αυτό δε διορθώνεται, αλλά μπορεί να του φτιάξει άλλο. Φυσικά κάτι τέτοιο κοστίζει και ο Ακάκι στερείται πολλά, μέχρι και το φαγητό του, και χρησιμοποιώντας τις οικονομίες του αγοράζει ένα παλτό. Εν τέλει όμως το παλτό του το κλέβουν και ο ίδιος καταλήγει σε προϊστάμενό του και ιδιαίτερα προύχοντα και διαπλεκόμενο με υπουργούς κλπ να ζητάει να παρέμβει στην αστυνομία ώστε να του βρουν το παλτό. Ο προϊστάμενος αδιαφορεί, τον διώχνει και ο Ακάκι εξαφανίζεται από τη δουλειά. Η παράσταση λήγει με τον Ακάκι στους δρόμους να κοιμάται υπό το ψύχος της νυχτερινής Πετρούπολης και τον προϊστάμενο να απορεί με τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν κάποιον στην επαιτεία, αφήνοντάς του υποκριτικά μερικά ρούβλια.

Συνολικά το έργο είναι μια χαρακτηριστική αποτύπωση των δεινών των φτωχών εργαζόμενων. Η κατάσταση των κρατικών υπαλλήλων (παρά τα στοιχεία οκνηρίας και φυγοπονίας που τους αποδίδει ο Γκόγκολ) είναι στην ουσία λίγο-πολύ ίδια, όποια κι αν είναι η προσωπική τους στάση προς το μηχανισμό. Η φτώχεια, ή τέλος πάντων όχι ο πλούτος. Αυτό διαπιστώνει και συνάδελφος του Ακάκι, που αν και έχει λεφτά για ένα παλτό, παραδέχεται πως αυτό μπορεί να το αγοράσει μόνο μια φορά στα πέντε χρόνια. Έτσι δημιουργείται η αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς και τους υψηλά ιστάμενους του κρατικού μηχανισμού, αυτούς που “τρώνε χαβιάρι”, συνομιλούν με υπουργούς, επιβάλλουν στρατιωτική πειθαρχία στους υφιστάμενούς τους. Αυτοί λοιπόν έχουν τη δυνατότητα να παίξουν το φιλάνθρωπο, σκωπτικά απορώντας για τη φτώχεια, μη αντιλαμβανόμενοι, υποτίθεται, τα αίτιά της.

Ενδιαφέρον σίγουρα σαν σύμβολο έχει το παλτό. Ο Ακάκι είναι προσκολλημένος σε αυτό, σε βαθμό που το αντιμετωπίζει ερωτικά, έχοντάς το για συμπλήρωμα στη μοναξιά του, αρνούμενος να το αποχωριστεί. Ενώ όμως αυτό βρίσκεται στην επιφάνεια, η αιτία βρίσκεται στο ψύχος της Πετρούπολης το χειμώνα. Ποιος, άραγε, μπορεί να ζήσει χωρίς ζεστά ρούχα; Το παλτό λοιπόν αποτελεί τόσο στην παράσταση όσο και γενικά στην τέχνη το όριο της απόλυτης ένδειας. Χωρίς αυτό πεθαίνεις από το κρύο, προσπαθείς να το αποκτήσεις με κάθε τρόπο για να γλιτώσεις από το θάνατο της νύχτας. Αυτός είναι και ο λόγος που περνάει τελικά στα χέρια ενός κλέφτη, δηλαδή ενός, κατά πάσα πιθανότητα, ακόμη πιο εξαθλιωμένου. Το παλτό εμφανίζεται και στη δική μας λαϊκή τέχνη, ειδικά σε ρεμπέτικα τραγούδια, που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο του φτωχού.

Άλλο στοιχείο που αξίζει αναφοράς είναι μια μικρή στιγμή στο έργο, κατά την οποία ο Ακάκι, αντιγράφοντας μια επιστολή που του έχει δοθεί, διαπιστώνει πως πρόκειται για τη λογοκρισία του κειμένου του Τόμας Πέιν, “Δικαιώματα του Ανθρώπου”. Απόσπαμα του κειμένου βρισκόταν στην παράσταση αναρτημένο με μεγάλα γράμματα σαν πανό. Το συγκεκριμένο κείμενο ήταν υπεράσπιση της Γαλλικής Επανάστασης και κατ'επέκταση γενικά των αστικών επαναστάσεων της περιόδου, κάτι που έχουν λόγο οι φεουδάρχες στη Ρωσία να απαγορεύουν και οι αστοί επαναστάτες να μεταφράζουν και να διακινούν. Είναι βέβαια χαρακτηριστικό το πόσο αψήφιστα πέρασε από τα χέρια του Ακάκι αυτό το κείμενο, την ώρα που λίγες μέρες μετά πέθαινε στον χειμωνιάτικο παγετώνα της Πετρούπολης.

Από τις αστικές επαναστάσεις μέχρι σήμερα βέβαια έχει κυλήσει πολύ νερό στ'αυλάκι, χρώματος κόκκινου. Κι όμως το “Παλτό” παραμένει μια πολύ σπουδαία λογοτεχνική παρακαταθήκη σχετικά με τον χαρακτηρισμό κάθε εκμεταλλευτικού συστήματος. Στην απογείωση της φτώχειας, δηλαδή στην κατάπτωση του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, τα επαναστατικά γραπτά παραμένουν. Έτσι η θεατρική αυτή παράσταση, διασκευή της νουβέλας του Γκόγκολ, είτε ανέβηκε τώρα, είτε ανέβει ξανά οποτεδήποτε, είναι μια παράσταση που αξίζει το χρόνο να δει και πάνω σε αυτή να συλλογιστεί κανείς.


Υ.Γ.: Για όσους ενδιαφέρονται να το παρακολουθήσουν, το θεατρικό θα υπάρχει για δύο ακόμα παραστάσεις, στις 18-19 Οκτωβρίου στο Θέατρο Σοφούλη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι 9 τέχνες για την Πρωτομαγιά

Λένιν, Γκόρκι, σταλινισμός, Σοστακόβιτς

Για την περίπτωση ΛΕΞ