Squid Game: ποιος φταίει για την αρένα αυτής της βαρβαρότητας;
Το Squid Game του Dong Hyuk Hwang επιδιώκει να γίνει (αν δεν έχει γίνει ήδη) η πιο πολυδιαδεδομένη και πολυϊδωμένη σειρά της συνδρομητικής πλατφόρμας ταινιών, Netflix. Επόμενο ήταν λοιπόν να γίνει μεγάλος σαματάς γύρω από τη σειρά αυτή και να ανοίξει μεγάλη συζήτηση, ιδιαίτερα από τους κύκλους της αριστεράς και όσων γενικά ασκούν κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα.
Γιατί; Ας δούμε πολύ συνοπτικά την υπόθεση:
Μια σειρά ανθρώπων προσεγγίζονται από μυστηριώδη άτομα που τους φέρνουν σε ένα απόμερο ερημονήσι στο οποίο καλούνται να παίξουν έξι παιδικά παιχνίδια. Σε κάθε παίκτη αντιστοιχούν 100.000 γουόν, και όποιος αποκλείεται, μοιράζει αυτόματα το ποσό του στους υπόλοιπους παίκτες. Σύντομα όμως οι παίκτες συνειδητοποιούν ότι αποκλεισμός σημαίνει άμεση εκτέλεση από το στρατιωτικό προσωπικό της διοργάνωσης, ενώ όταν κάποιος πεθαίνει εκτός παιχνιδιού, στο θάλαμο διαμονής, και πάλι το ποσό του κατατίθεται μέχρι το τέλος του παιχνιδιού στο μεγάλο διάφανο κουμπαρά που κρέμεται πάνω από τα κρεβάτια των διαγωνιζόμενων. Έτσι, σύντομα συνειδητοποιούν ότι έχουν «συμφέρον» από το θάνατο όσο περισσότερων διαγωνιζόμενων γίνεται. Γιατί; Επειδή όλοι στην έξω ζωή τους είναι τόσο βαθιά υπερχρεωμένοι, που θέλουν όλο το μερίδιο για τον εαυτό τους, όσο βάρβαρος κι αν είναι ο τρόπος απόκτησής του. Μάλιστα, ενώ έχουν την επιλογή, αν το ψηφίσει η πλειονότητα των παικτών, να αποχωρήσουν όλοι από το παιχνίδι (κάτι που υλοποιούν μόλις δουν τους εκατοντάδες θανάτους του πρώτου παιχνιδιού), σύντομα επανέρχονται στην επανάκληση από τη διοργάνωση, συνειδητοποιώντας πως είναι καλύτερη μια ζωή με ύψιστο ρίσκο θανάτου, αλλά με το ενδεχόμενο να ξεχρεώσουν, παρά μια ζωή κυνηγημένου από τους τοκογλύφους τους.
Αναμενόμενες, λοιπόν, όλες οι σκέψεις, οι αναλύσεις και η αρθρογραφία/κριτική που οργιάζει στα μέσα γύρω από τη σειρά. Κατά πολλούς είναι μια έντονα αντικαπιταλιστική σειρά, που αν μη τι άλλο δείχνει πολλές από τις πτυχές της ζωής σε μια χώρα που μαστίζεται από τα πιο γυμνά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος, όπως μεγάλη ανεργία, εξαθλίωση και αλλοτρίωση. Αλλά υπάρχουν πολλά «αλλά», τουλάχιστον βάσει της οπτικής του συγκεκριμένου άρθρου. Κάπου εδώ να αναφέρουμε ότι σκοπός του άρθρου όπως και γενικά των άρθρων σε αυτή την εφημερίδα σχετικά με διάφορα έργα τέχνης, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια προσπάθεια να δείξει τι πρέπει να μας αρέσει και αν πρέπει. Σκοπός του άρθρου είναι να κάνει μια κριτική στο συγκεκριμένο έργο, να το δει μέσα από συγκεκριμένο πρίσμα και φιλοδοξεί να κατευθύνει με έναν τρόπο στη θέαση της σειράς ή στην «ανάγνωσή» της.
Είναι γεγονός ότι το Squid Game ως κορεατική σειρά πατάει πολύ παραπάνω στα δεδομένα της πραγματικότητας σε σχέση με τις αντίστοιχες αμερικανικές παραγωγές και επινοήσεις. Παράδειγμα είναι τόσο οι αναφορές στη Βόρεια Κορέα, όσο και σε απεργίες, ταξικές διαφορές των πρωταγωνιστών κλπ, την ώρα που αντίστοιχες αμερικανικές (βλ. Hunger Games) σε μεγάλο βαθμό ακροβατούν μεταξύ φανταστικού και πραγματικού κόσμου, αποτελώντας πιο πολύ αλληγορίες, παρά υπαρκτές πραγματικότητες μέσα στον κόσμο μας.
Επομένως οι υπερχρεωμένοι παίκτες είναι μια πραγματικότητα. Η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στη ζωή, σε βαθμό που συμμετέχουν σε παιχνίδι ζωής και θανάτου, με βασικό στοιχείο τον κανιβαλισμό απέναντι στους συμπαίκτες τους, η επιστροφή στο παιχνίδι, η επίφαση επιλογής και δημοκρατίας, η διεφθαρμένη αστική ελίτ, είναι όλα στοιχεία, έστω κι αν δεν κυριαρχούν στην πραγματικότητα τόσο όσο στη σειρά, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Όλα αυτά όμως δεν αρκούν για να βαφτίσουν ένα έργο αντικαπιταλιστικό. Εδώ έχουμε τις ενστάσεις μας, τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις του ίδιου του έργου και της παραγωγής του (για τους αποδέκτες του θα αναφερθούμε παρακάτω). Δεν αρκεί η παρατήρηση των όρων που επιβάλλει βάσει της λειτουργίας του ο καπιταλισμός για να βαφτίσουμε τη σειρά αντικαπιταλιστική, και αυτό οφείλεται σε μια σειρά πράγματα.
Κατ’αρχάς έχουμε το ποιος παράγει τη σειρά. Πώς γίνεται να πιστεύει κανείς ότι το Netflix, μια πλατφόρμα που λειτουργεί ως και με όρους ιμπεριαλισμού όσον αφορά στην επιβολή καλλιτεχνικών και πολιτιστικών προτύπων διεθνώς, αυτών που , μπορεί να θελήσει να παράξει έργο το οποίο θα επιδιώκει την αυτοαναίρεση του συστήματος που γέννησε και θρέφει τα συμφέροντα της εταιρείας αυτής; Κι αυτό είναι βασικό ζήτημα. Θα απορήσει κανείς τι είναι τότε αυτό που παρατηρούμε στη σειρά αυτή. Η απάντηση από τη μία είναι ότι πλέον είναι πολύ δύσκολο για το σύστημα να μην παραδέχεται ως ένα βαθμό τη σαπίλα του. Αλλά ως ένα βαθμό, να τονίσουμε, και μάλιστα όχι πάντα. Το ίδιο είχαμε παρατηρήσει ξανά με τις ταινίες «Παράσιτα» (πάλι κορεατική) και «Τζόκερ». Σε έναν κόσμο όπου μεγάλο μέρος όσων έζησαν το σοσιαλισμό ή ακόμα και το σοσιαλιμπεριαλισμό (με όσες κατακτήσεις είχαν παραμείνει από προηγούμενα στάδια) νοσταλγούν εκείνες τις εποχές, ενώ ακόμα και μεγάλο μέρος της αμερικανικής νεολαίας δε βλέπει τόσο αρνητικά τον κομμουνισμό, παρά τις όποιες προσπάθειες του μακαρθισμού, είναι στοίχημα αυτές οι ανοργάνωτες «συμπάθειες» να ενσωματωθούν από το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ένας τρόπος είναι ταινίες και σειρές που παρουσιάζουν τη βαρβαρότητα του συστήματος, αλλά χωρίς να κατονομάζουν το σύστημα και χωρίς να δίνουν προοπτική στο λαό. Μάλιστα συχνά τον καθιστούν συμμέτοχο. Είναι όμως δυνατόν σε κάθε ταινία να παρουσιάζεται μια επανάσταση και η εγκαθίδρυση ενός δίκαιου, σοσιαλιστικού συστήματος; Όχι, βέβαια, αλλά η τοποθέτηση μιας προοπτικής είναι πολύ ευρύτερο ζήτημα.
Και κάπου εδώ να πούμε πιο συγκεκριμένα μερικά πράγματα για το Squid Game. Υπό την παραπάνω έννοια, την έννοια δηλαδή της ανάδειξης της σαπίλας, έστω και έτσι γενικά, η σειρά δεν είναι πρωτότυπη. Ναι μεν πατάει πιο γερά πάνω στην πραγματικότητα. Ναι μεν κάνει παραδοχές για αυτήν, ενώ άλλες παραγωγές παραμένουν σε ένα αλληγορικό επίπεδο, που συχνά απομακρύνει το θεατή από τη σύνδεση που πρέπει να γίνει με την καθημερινή ζωή. Όμως οι αλληγορίες με τους καπιταλιστικούς ή τους ιμπεριαλιστικούς νόμους γίνονται σε μεγάλο βαθμό σε πολλές σειρές και ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Η αλλοτρίωση της εργατικής τάξης και του λαού είναι εμφανέστερες και πιο… δυστοπικές στη σειρά Black Mirror και στις ταινίες Hunger Games. Οι κοινωνικές ανισότητες είναι χαρακτηριστικότερες στα Παράσιτα, και οι ταξικές αντιθέσεις είναι πραγματικές, την ώρα που πχ στο Squid Game εκτός από μια πολύ υψηλή ελίτ, τα άλλα κομμάτια της αστικής τάξης βρίσκονται στην ίδια μοίρα με την εργατική τάξη, αν είναι χρεωμένοι.
Αλλά φτάνοντας στα ίδια τα στοιχεία της σειράς, υπάρχουν πολλά να πει κανείς. Υπάρχουν τα θετικά, αλλά κυριαρχούν τα αρνητικά. Στα θετικά θα βάζαμε την κριτική στην κατ’επίφαση δημοκρατία επιλογής αν θα παραμείνουν οι παίκτες στο παιχνίδι, την ώρα που τα χρέη είναι τόσο συντριπτικά που η πλειονότητα από αυτούς επιστρέφει. Επίσης η γλαφυρή ανάδειξη της ταξικής πραγματικότητας, όπως είναι η αδυναμία πρόσβασης στο σύστημα περίθαλψης, ή η επιδείνωση της κατάστασης του πρωταγωνιστή πρακτικά στο παρελθόν όταν μετά από μεγάλη απεργία σε αυτοκινητοβιομηχανία που αντιμετωπίστηκε με άγρια καταστολή και θάνατο διαδηλωτών μπροστά στα μάτια του. Τέλος το ότι ακόμα και στις άγρια κανιβαλιστικές συνθήκες των παιχνιδιών, μερίδα των διαγωνιζόμενων επιλέγει την αλληλεγγύη για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα.
Βασικό όμως στοιχείο των αρνητικών είναι ότι τελειώνοντας η σειρά, δείχνει έναν από τους βασικούς συντελεστές και εμπνευστές των παιχνιδιών, μέρος της οικονομικής ελίτ (βλ. αστική τάξη) της Σεούλ να δηλώνει ότι δεν ανάγκασε κανέναν να επιστρέψει στο παιχνίδι. Έτσι είναι, αν εξαιρέσουμε την ανάγκη που οδηγεί τους παίκτες πίσω στο νησί. Η ρήση μάλιστα ότι η ζωή δεν έχει πλάκα ούτε για τον πάμφτωχο, ούτε για τον ζάμπλουτο, μιας και κανείς δεν τη χαίρεται, είναι και μια έμμεση αναίρεση των ταξικών ανισοτήτων, αλλά και η προσπάθεια να φύγει η κουβέντα από τα πραγματικά επίδικα και να περάσει η άποψη ότι όλα έγιναν για τη διασκέδαση. Ή ότι σε όλα ήταν ο λαός συμμέτοχος (οι παίκτες εν προκειμένω), αφού είναι ο ίδιος μέτοχος αυτού του συστήματος, άρα και συνυπεύθυνος για την αναπαραγωγή του. Κι αφού δεν έκαναν κάτι ουσιαστικό για να σταματήσουν, αφού δήλωσαν πάλι συμμετοχή στο παιχνίδι, φταίνε και αυτοί. Κι όλα αυτά παρμένα δια στόματος πρωταγωνιστών. Κι όλο αυτό δείχνει την παντελή έλλειψη προοπτικής. Ότι δηλαδή η βαρβαρότητα του καπιταλισμού είναι μονόδρομος, τη στηρίζουμε όλοι μας, ότι αυτό που χρειάζεται είναι εξανθρωπισμός του, αφού και η καρικατούρα ισότητας που κυριαρχεί στο παιχνίδι (μια έμμεση παραβολή για άλλες κοινωνίες, κοινωνίες ισότητας) είναι το ίδιο βάρβαρη με τον καπιταλισμό.
Σαν επίλογο θα βάζαμε την πρόσληψη της σειράς από τους θεατές. Δυστυχώς αυτό που τείνει να κυριαρχεί στις κριτικές και στα σχόλια όσων το είδαν, είναι πως το συμπέρασμα είναι πως είμαστε όλοι τόσο βάρβαροι που θα φτάσουμε στα άκρα για το κέρδος. Κρατώντας την κυρίαρχη ιδεολογία της σειράς, ξεχνώντας έστω την πτυχή του καταναγκασμού που θα οδηγήσει σε αυτό το αλληλοφάγωμα, σε αυτή την αλλοτρίωση του εργάτη, του λαού, στον καπιταλισμό. Όμως δεν είναι το μόνο που μπορεί να κυριαρχήσει, καθώς μετά από δύο σχεδόν χρόνια πανδημίας, μετά από δεκαετία κρίσης, ο κόσμος τσιγγλιέται εύκολα από την ανάδειξη των ανισοτήτων, δυσανασχετεί, ψάχνει διέξοδο. Τα σύμβολα ήδη αξιοποιούνται, με αξιοσημείωτη μια απεργία των τελευταίων εβδομάδων στη Νότια Κορέα, όπου διαδηλωτές χρησιμοποίησαν μάσκες από τη σειρά. Βέβαια το να βγει η σειρά από τα αντιδραστικά της καλούπια είναι δύσκολο, ενώ τα σύμβολα που πρέπει να υιοθετήσει το εργατικό κίνημα είναι τα κομμουνιστικά. Αλλά οι αντιστάσεις που δημιουργεί ένας λαός, η ταύτιση που δημιουργεί με χαρακτήρες της ποπ κουλτούρας δεν είναι για να κοιτώνται αφ’ υψηλού. Αντίθετα, πρέπει όλα αυτά να ερμηνεύονται, να δίνεται κατεύθυνση από τις πρωτοπορίες των εργατών, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε πολιτιστικό, ιδεολογικό επίπεδο. Η συζήτηση, λοιπόν, για τις σειρές αυτής της συνομοταξίας, δείχνει πως αν και παλιά, παίρνει τώρα ξανά νέα ώθηση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου