Kill the rich, αλλά πώς...;
Το 2019 χαρακτηρίστηκε η χρονιά του ταξικού πολέμου στον κινηματογράφο, κυρίως αν κρίνει κανείς από τις ταινίες που προτάθηκαν ή κέρδισαν Όσκαρ. Αυτό που παρατηρήθηκε είναι να γίνονται επιτυχία ταινίες που δεν παρουσιάζουν πια τους πλούσιους ως γραφικούς, ολίγον τι αστείους, περιπετειώδεις και γενικά συμπαθείς ανθρώπους, μα πλέον ως άτομα της κοινωνίας που δεν ενδιαφέρονται για τους φτωχούς αυτού του κόσμου, που τους εκμεταλλεύονται και τους κοροϊδεύουν, δείχνοντας τη διάπλατα ανοιχτή ψαλίδα ανάμεσά τους. Κοντολογίς, λίγο ως πολύ ξεγυμνώνονται πτυχές της πραγματικής τους φύσης.
Είναι όμως ένας πραγματικός ταξικός πόλεμος; Ή πρόκειται για μια ταξική κριτική με ελάχιστα ή και καθόλου στοιχεία πραγματικού πολέμου; “Εάν είναι αλήθεια πως η τέχνη αντικατοπτρίζει την τρέχουσα πολιτιστική και κοινωνική κατάσταση, τότε ο κινηματογράφος αναπαριστά ένα πανίσχυρο μικροσκόπιο που μας επιτρέπει να σκάψουμε πραγματικά βαθιά και να εκθέσουμε όλες τις μικρές και ενίοτε δυσάρεστες λεπτομέρειες” παρατηρεί ορθώς η Καίτλυν Κένεντυ σε σχετικό άρθρο της στη σελίδα birthmoviesdeath.com. Τι είδους λεπτομέρειες όμως; Και ποια είναι αυτή η πραγματικότητα; Αλλά και τέλος, ο κινηματογράφος και οι τέχνες είναι μόνο για την περιγραφή της πραγματικότητας; Γιατί εκεί ίσως και να τα πάνε μια χαρά.
Δύο ταινίες έκαναν σάλο παγκόσμια, αλλά πιο συγκεκριμένα και στο ελληνικό κοινό. Τα Παράσιτα του Bong Joon Ho και ο Τζόκερ του Todd Phillips, που πρωταγωνιστεί ο Joaquin Phoenix, ο οποίος κέρδισε πράγματι τις εντυπώσεις με την ερμηνεία του. Και οι δύο έχουν ως κοινό τόπο τη διαφθορά και τη ζωή της ελίτ εις βάρος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Με τρόπο ιδιαίτερα διαφορετικό, που όμως αναγκαστικά μας ωθεί σε συμπεράσματα κοινά, λόγω των συνεκτικών τους στοιχείων.
Τα Παράσιτα έχουν μια πιο ρεαλιστική αναπαράσταση των αντιθέσεων. Άλλωστε ο ίδιος ο δημιουργός παρατήρησε πως όπως έχει διαπιστώσει οι κοινωνίες παγκόσμια ταλανίζονται από το ίδιο φαινόμενο· τον καπιταλισμό. Πρόκειται για μια οικογένεια, λοιπόν, που ζει σε ένα άθλιο ημιυπόγειο μιας εξαθλιωμένης γειτονιάς, με έντονα τα λούμπεν χαρακτηριστικά. Αυτοί βρίσκουν τρόπο σιγά-σιγά να εισέλθουν ως οικοδιδάσκαλοι, βοηθοί και σωφέρ στο σπίτι μιας πολύ πλούσιας οικογένειας, διώχνοντας τους παλιούς υπαλλήλους. Τα ενδιαφέροντα σημεία είναι όταν τους ανακαλύπτει η απολυμένη βοηθός, που ο καθένας από τη μεριά του προσπαθεί να υπερασπιστεί τη θέση του υπερασπιζόμενος τα αφεντικά του. Δεν καταλαβαίνουν, δηλαδή την κοινή μεταξύ τους ταξική θέση, ούτε την οξύτατη αντίθεσή τους με τους ιδιοκτήτες της έπαυλης. Ενώ όταν πιάνει καταιγίδα, παρ' όλο που θεωρούν πλέον πως “πιάσαν την καλή”, το πραγματικό τους σπίτι πλημμυρίζει, δείχνοντάς μας πως όσο κι αν ξεγελάσεις την άρχουσα τάξη με τερτίπια, στην ουσία παραμένεις εξαθλιωμένος, όντας μόνο ένα κομμάτι σχετικά φθηνό και αναλώσιμο του προσωπικού τους, έστω και αδρά αμειβόμενο. Ενδιαφέρων είναι κι ο συμβολισμός της κατάληξης του πατέρα, Κιμ, ο οποίος φτάνει από το ημιυπόγειο που έμεναν οικογενειακώς, να κατοικεί στο κελάρι (ένα bunker για αποφυγή ...βοριοκορεάτικης εισβολής), δηλαδή από τα χαμηλά στα χαμηλότερα. Και βέβαια ορθώς σημειώνεται πως παρά τη διάθεση του γιου για οικονομική ανέλιξη ως διέξοδο από την εξαθλίωση, στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν συντελείται, έστω μέσα στα πλαίσια της ταινίας, και σίγουρα όχι για την πλατιά μάζα των εργατών και του λαού.
Η άλλη ταινία, ο Τζόκερ διατηρεί πολλά από τα στοιχεία του χολυγουντιανού σινεμά. Πρόκειται για κομμάτι της ιστορίας του φανταστικού περιβάλλοντος της πόλης Γκόθαμ και του Μπάτμαν. Συγκεκριμένα παρουσιάζονται οι καταβολές ενός από τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές του Μπάτμαν, του Τζόκερ, που εδώ όμως είναι ο πρωταγωνιστής, υιοθετώντας στοιχεία αντι-ήρωα. Ο Άρθουρ Φλεκ, λοιπόν μεγαλώνοντας με την ψυχιατρικά νοσούσα μητέρα του, νοσών κι ο ίδιος, βιώνει μια σειρά αλλεπάλληλων “χτυπημάτων”. Του ασκούν μπούλινγκ κομμάτια της κοινωνικής ελίτ (πλούσιοι εργαζόμενοι του υποψήφιου Δημάρχου, παρουσιαστής μεγάλου σόου), λόγω περικοπών του σταματούν τη θεραπεία του, ενώ ανακαλύπτει τους λόγους που έχει την πάθησή του, βασικά λόγω του ρόλου της μητέρας του. Τη λύση βρίσκει στο φόνο, ξεκινώντας από τα τσιράκια του Δημάρχου, σκοτώνοντας και την ίδια του τη μητέρα, που θα μπορούσε να ιδωθεί ως συμβολισμός ρήξης με τη θέσφατη εξουσία, καταλήγοντας στον παρουσιαστή. Όλα αυτά στο φόντο μιας εξεγερσιακής κατάστασης, απόρροια και έμπνευση του πρώτου του φόνου. Όμως οι εξεγερμένοι κάτοικοι της Γκόθαμ παρουσιάζονται σαν όχλος χωρίς βούληση, με πλήρη παρόρμηση από το χάος, ενώ τα αιτήματά τους παραμένουν θολά σε όλη την ταινία. Τα προβλήματα είναι απλά “ο κόσμος έχει αρχίσει να σαλεύει”. Σύμφωνα με το θρύλο του Μπάτμαν, στις επικρατούσες θεωρίες ο δολοφόνος των γονιών του (ο υποψήφιος Δήμαρχος στην ταινία) σκοτώνεται από έναν κοινό κλέφτη. Η ταύτιση αυτού του χαρακτήρα με έναν από τους διαδηλωτές γεννάει πολλές αμφιβολίες σχετικά με το πού γέρνει ο ταξικός πόλεμος αυτής της ταινίας. Στην ουσία η διέξοδος όπου δείχνει συλλογική, είναι καρικατούρα και αποκρουστική, ενώ ως ίνδαλμα παρουσιάζεται η δικαιολογημένη στο έργο ανάγκη του Τζόκερ να αναζητήσει τη λύση στις κατά συρροή δολοφονίες, μια αντιδραστική και ατομική λύση. Η μικροαστική πλήρωση μόνο μπορεί να ταυτιστεί με αυτή την κόντρα με την αστική τάξη, που απλά δίνει στον ταξικό πόλεμο το έντονο στοιχείο του θυμού και της εκδίκησης.
Καμία από τις δύο ταινίες δεν υιοθετεί τη συλλογική διέξοδο από τη μιζέρια και την ένδεια, παρά παρουσιάζουν τις ατομικές λύσεις. Ίσως, βέβαια, τα Παράσιτα να αποστασιοποιούνται περισσότερο από αυτή τη λύση, αφού τελικά παρά τις χιουμοριστικές πινελιές για τη διαφυγή αυτή, η ταινία δείχνει πως ούτε στην κοινωνική ανέλιξη έφτασε η οικογένεια, καθώς παραμένει αποδεκατισμένη να κατοικεί πάλι στο ημιυπόγειο και στο κελάρι. Έχει να κάνει και με το ότι δεν είναι Χόλυγουντ. Και σίγουρα δε χρειάζεται όλες οι ταινίες να δείχνουν νικηφόρες επαναστάσεις, μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες ή να είναι σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Όμως δε διαφαίνεται έστω και με άλλους τρόπους η συλλογική διέξοδος. Η νίκη ανήκει στον ατομικό δρόμο και πάλι.
Κι όμως βλέπουμε η κατάσταση να περιγράφεται, ενώ συνήθως αποκρύπτεται. Μάλλον επειδή τέτοια είναι η σήψη του συστήματος που ορισμένες φορές αναγκάζονται να την αναφέρουν έτσι κι αλλιώς. Το πώς βέβαια, άλλη ιστορία. Όμως οι λαοί πλέον συχνά την καταλαβαίνουν και ξεσηκώνονται. Γι' αυτό ίσως δεν είναι προσοδοφόρα η πλήρης απόκρυψη. Αλλά δε μπορεί ο καπιταλισμός να αυτοαναιρείται. Γι' αυτό χτυπάει εκεί που πρέπει: σήψη μεν, μα ποια η διέξοδος; Οι Αμερικανοί κι οι Ρώσοι πολίτες βέβαια το καταλαβαίνουν, αφού συχνά βγαίνουν στατιστικές που δηλώνουν ότι προτιμούν το σοσιαλισμό. Τι σοσιαλισμό βέβαια... άλλη ιστορία. Στην ουσία τους όμως έχουν δίκιο: ο μισθός, η ασφάλιση, η οικολογία, η στέγαση, η ειρήνη λείπουν από τον κόσμο αυτό. Κι οι λαοί ό,τι κι αν στηρίζουν τώρα, αυτά τα αποζητούν. Άλλωστε δε μας αρκούν περιγραφικές ταινίες. Κι εδώ είναι ο άλλος ρόλος των τεχνών, η προσφορά διεξόδου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου