Μότσαρτ και πειρατεία ή ...σε ποιον ανήκει η μουσική;
250 χρόνια πριν. Η καθολική εκκλησία ήδη προ αιώνος έχει απαγορεύσει την καταγραφή σε παρτιτούρα ενός από τους πιο γνωστούς ύμνους εκκλησιαστικής μουσικής, του Miserere mei Deus, που παίζει κατ' αποκλειστικότητα στην Καπέλα Σιστίνα, με τιμωρία τον αφορισμό. Κι ενώ υπήρχε τέτοιος θρύλος γύρω από το τραγούδι αυτό, έγιναν και πρωτύτερα απόπειρες καταγραφής του, με άλλα αποτελέσματα λιγότερο, άλλα περισσότερο ακριβή (και την ακολουθούμενη τιμωρία). Όμως ήταν το 1770 που ο 14χρονος τότε Μότσαρτ που έκανε την πιο επιτυχημένη καταγραφή. Και μάλιστα επειδή την πρώτη φορά η παρτιτούρα του ήταν ελλιπής, πήγε ξανά να ακούσει τον ύμνο, μέχρι να τον καταγράψει με ακρίβεια. Η μεγαλοστομία του πατέρα του έκανε γνωστό το συμβάν μέχρι και στον Πάπα ο οποίος λόγω της πιστότατης αποτύπωσης (κι ίσως και των σχέσεων της οικογένειας με την αυλή) δεν τιμώρησε το νεαρό Μότσαρτ, αλλά του απένειμε τιμητικό τίτλο. Ίσως η πρώτη, μα σίγουρα η πιο γνωστή πειρατεία μουσικής πριν την εποχή των σύγχρονων μέσων καταγραφής μουσικής.
Δύο αιώνες αργότερα η πειρατεία της μουσικής (και όχι μόνο) αποτελεί μια από τις πιο πολυσυνηθισμένες πρακτικές. Οι δισκογραφικές καταδικάζουν την πειρατεία στο πυρ το εξώτερον, οι μουσικοί θεωρούν πως ο νο. 1 εχθρός τους είναι αυτή, τα κράτη κυνηγούν διεθνώς τις πειρατικές βάσεις δεδομένων. Είναι όμως εκεί το βασικό πρόβλημα;
Όπως στις υπόλοιπες δουλειές υπάρχει ο κατώτατος μισθός, έτσι και στη μουσική αλλά και οπουδήποτε κυκλοφορεί ένα έργο πνευματικής ιδιοκτησίας, οι καλλιτέχνες θεωρητικά δικαιούνται ένα ελάχιστο ποσοστό απολαβών από το συμβόλαιο που υπογράφουν με την κάθε εταιρεία (δισκογραφική, εκδοτική κλπ). Αμφίβολο βέβαια το κατά πόσο ειλικρινή είναι τα “πνευματικά” αφεντικά όσον αφορά στις πωλήσεις, τις καταβολές και τα σχετικά. Όμως υπάρχει ένα ολόκληρο πλέγμα κερδισμένων από αυτή την υπόθεση (μέχρι και οι ειδικές εταιρείες ή υπηρεσίες του κράτους), ενώ σίγουρα οι καλλιτέχνες, αν δεν είναι ονόματα παγκοσμίου βεληνεκούς, που και πάλι συχνά κερδίζουν από συναυλίες και άλλα μέσα, αδυνατούν να ζήσουν από αυτή τη δουλειά. Από την άλλη φάνηκε σαν ελπίδα η δημιουργία πλατφορμών σαν και το Spotify, που κάθε ακρόαση ενός τραγουδιού αποφέρει κάποια κέρδη. Όμως ο ιδιοκτήτης πχ του Spotify έχει βγάλει εκατομμύρια από αυτή την υπόθεση, ενώ οι μουσικοί διαμαρτύρονται πως δεν είδαν ποτέ τις απολαβές που θεωρητικά δικαιούνται. Και μάλιστα πολλοί από αυτούς μαρτυρούν πως όταν διέθεταν τους δίσκους τους με ελεύθερη συνεισφορά, έβγαζαν περισσότερα. Ποιος κλέβει πραγματικά, τότε, τη μουσική, αν όχι οι εταιρείες που κερδίζουν από έργα που δεν παρήγαγαν;
Αλλά δεν είναι αυτός ο δρόμος των μουσικών. Είναι κατά κάποιο τρόπο μια προσπάθεια διαχείρισης της μαύρης κατάστασης για τους καλλιτέχνες τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκόσμια. Μπορεί το επάγγελμα να έχει χίλιες μύριες ιδιαιτερότητες, δεν παύουν όμως να είναι εργαζόμενοι με δικαίωμα στην εργασία και το μισθό, άσχετα αν αυτός ονομάζεται ποσοστό απολαβών από πνευματική ιδιοκτησία. Τα Σωματεία και οι Σύλλογοι που είναι άμαζα, δεν έχουν επιδείξει κάποιο σοβαρό έργο στην υπόθεση τα τελευταία χρόνια, καθώς όπως υπάρχει η γνωστή και δοσμένη κινηματική κατάσταση παντού, έτσι υπάρχει κι εκεί. Το γεγονός, βέβαια, είναι πως στη Σοβιετική Ένωση οι μουσικοί ήταν εξασφαλισμένοι ως προς το μισθό τους. Η μουσική παραγωγή αντιμετωπιζόταν σαν τα υπόλοιπα επαγγέλματα, με δικαιώματα, με αξιοπρέπεια στη ζωή, χωρίς κοροϊδίες περί του ποσοστού ενός τραγουδιού (κι άρα των κερδών του) που ανήκει στον καλλιτέχνη.
Βέβαια, ενώ η πειρατεία έχει δώσει την πρόσβαση στη μουσική, σε μια τεράστια μάζα λαϊκών και φτωχών ανθρώπων, ίσως να δημιουργεί διάφορα θέματα στους μουσικούς. Όμως τα περισσότερα από αυτά είναι έμμεσες απειλές των δισκογραφικών πως μόνο με την αγορά ενός δίσκου μπορούν να ζήσουν. Ο κόσμος ξέρει όμως πως αυτό απέτυχε, ακριβώς γιατί αν οι μουσικοί καρπώνονταν την αξία που πραγματικά δικαιούνταν, δε θα επιβίωναν τα αφεντικά των εν λόγω εταιρειών. Στην περίπτωση της πειρατείας, μπορεί να μην αρκεί ως απάντηση το ότι το έργο μόλις φύγει από τον καλλιτέχνη, ανήκει σε όλο το λαό. Παρ' όλο που είναι πέρα για πέρα σωστό. Χρειάζονται αγώνες, όμως οι αγώνες χρειάζονται και τραγούδια-θρυαλλίδες, όχι καλλιτέχνες σκυμμένους μουσικά και πολιτικά.
Δύο αιώνες αργότερα η πειρατεία της μουσικής (και όχι μόνο) αποτελεί μια από τις πιο πολυσυνηθισμένες πρακτικές. Οι δισκογραφικές καταδικάζουν την πειρατεία στο πυρ το εξώτερον, οι μουσικοί θεωρούν πως ο νο. 1 εχθρός τους είναι αυτή, τα κράτη κυνηγούν διεθνώς τις πειρατικές βάσεις δεδομένων. Είναι όμως εκεί το βασικό πρόβλημα;
Όπως στις υπόλοιπες δουλειές υπάρχει ο κατώτατος μισθός, έτσι και στη μουσική αλλά και οπουδήποτε κυκλοφορεί ένα έργο πνευματικής ιδιοκτησίας, οι καλλιτέχνες θεωρητικά δικαιούνται ένα ελάχιστο ποσοστό απολαβών από το συμβόλαιο που υπογράφουν με την κάθε εταιρεία (δισκογραφική, εκδοτική κλπ). Αμφίβολο βέβαια το κατά πόσο ειλικρινή είναι τα “πνευματικά” αφεντικά όσον αφορά στις πωλήσεις, τις καταβολές και τα σχετικά. Όμως υπάρχει ένα ολόκληρο πλέγμα κερδισμένων από αυτή την υπόθεση (μέχρι και οι ειδικές εταιρείες ή υπηρεσίες του κράτους), ενώ σίγουρα οι καλλιτέχνες, αν δεν είναι ονόματα παγκοσμίου βεληνεκούς, που και πάλι συχνά κερδίζουν από συναυλίες και άλλα μέσα, αδυνατούν να ζήσουν από αυτή τη δουλειά. Από την άλλη φάνηκε σαν ελπίδα η δημιουργία πλατφορμών σαν και το Spotify, που κάθε ακρόαση ενός τραγουδιού αποφέρει κάποια κέρδη. Όμως ο ιδιοκτήτης πχ του Spotify έχει βγάλει εκατομμύρια από αυτή την υπόθεση, ενώ οι μουσικοί διαμαρτύρονται πως δεν είδαν ποτέ τις απολαβές που θεωρητικά δικαιούνται. Και μάλιστα πολλοί από αυτούς μαρτυρούν πως όταν διέθεταν τους δίσκους τους με ελεύθερη συνεισφορά, έβγαζαν περισσότερα. Ποιος κλέβει πραγματικά, τότε, τη μουσική, αν όχι οι εταιρείες που κερδίζουν από έργα που δεν παρήγαγαν;
Αλλά δεν είναι αυτός ο δρόμος των μουσικών. Είναι κατά κάποιο τρόπο μια προσπάθεια διαχείρισης της μαύρης κατάστασης για τους καλλιτέχνες τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκόσμια. Μπορεί το επάγγελμα να έχει χίλιες μύριες ιδιαιτερότητες, δεν παύουν όμως να είναι εργαζόμενοι με δικαίωμα στην εργασία και το μισθό, άσχετα αν αυτός ονομάζεται ποσοστό απολαβών από πνευματική ιδιοκτησία. Τα Σωματεία και οι Σύλλογοι που είναι άμαζα, δεν έχουν επιδείξει κάποιο σοβαρό έργο στην υπόθεση τα τελευταία χρόνια, καθώς όπως υπάρχει η γνωστή και δοσμένη κινηματική κατάσταση παντού, έτσι υπάρχει κι εκεί. Το γεγονός, βέβαια, είναι πως στη Σοβιετική Ένωση οι μουσικοί ήταν εξασφαλισμένοι ως προς το μισθό τους. Η μουσική παραγωγή αντιμετωπιζόταν σαν τα υπόλοιπα επαγγέλματα, με δικαιώματα, με αξιοπρέπεια στη ζωή, χωρίς κοροϊδίες περί του ποσοστού ενός τραγουδιού (κι άρα των κερδών του) που ανήκει στον καλλιτέχνη.
Βέβαια, ενώ η πειρατεία έχει δώσει την πρόσβαση στη μουσική, σε μια τεράστια μάζα λαϊκών και φτωχών ανθρώπων, ίσως να δημιουργεί διάφορα θέματα στους μουσικούς. Όμως τα περισσότερα από αυτά είναι έμμεσες απειλές των δισκογραφικών πως μόνο με την αγορά ενός δίσκου μπορούν να ζήσουν. Ο κόσμος ξέρει όμως πως αυτό απέτυχε, ακριβώς γιατί αν οι μουσικοί καρπώνονταν την αξία που πραγματικά δικαιούνταν, δε θα επιβίωναν τα αφεντικά των εν λόγω εταιρειών. Στην περίπτωση της πειρατείας, μπορεί να μην αρκεί ως απάντηση το ότι το έργο μόλις φύγει από τον καλλιτέχνη, ανήκει σε όλο το λαό. Παρ' όλο που είναι πέρα για πέρα σωστό. Χρειάζονται αγώνες, όμως οι αγώνες χρειάζονται και τραγούδια-θρυαλλίδες, όχι καλλιτέχνες σκυμμένους μουσικά και πολιτικά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου