Βιβλιοκριτική: «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου;» του Εντουάρ Λουί / Του Φ.Κ.


Με τρεις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, ο πλέον 29χρονος Εντουάρ Λουί έχει καθιερωθεί ως μια ουσιαστική φωνή στη σύγχρονη λογοτεχνία που συνδέεται άμεσα με την πραγματικότητα γράφοντας για την κοινωνική τάξη, τη σεξουαλικότητα και τη βία. Μέχρι στιγμής όλα τα έργα του Λουί έχουν διασκευαστεί για το θέατρο. Το τελευταίο βιβλίο του Λουί, «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» εκδ. Αντίποδες, είναι το πιο αμιγώς θεατρικό του, κι αυτό συνάγεται απ’ το ότι μπορεί να αποτελέσει αυτούσιο το κείμενο έναν ατμοσφαιρικό θεατρικό μονόλογο.

Η λογοτεχνία του Λουί είναι πάντοτε πολιτικά φορτισμένη. Όμως στο τρίτο του βιβλίο ο πολιτικός λόγος εισβάλλει με εντονότερο τρόπο στην ιστορία του, συνδέοντας ευθαρσώς την πολιτική σκηνή με τα προσωπικά του βιώματα. Ο συγγραφέας φεύγει από το συναισθηματικά προσωπικό και επιχειρεί μια καίρια μεταστροφή της παρατήρησής του στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, στους παράγοντες που διαμόρφωσαν – σκότωσαν κατά τον συγγραφέα – τον πατέρα του.

Σύμφωνα με συνεντεύξεις του, η αφήγησή του είναι αυτοβιογραφική: Ο Εντύ Μπελγκέλ – αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του συγγραφέα – μεγαλώνει σε ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε έναν κόσμο φτώχειας, αμορφωσιάς, βίας και εκφοβισμού που στην περίπτωση του Εντύ εντείνεται λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Ενώ στο πρώτο βιβλίο, που το γράφει μόλις είκοσι δύο ετών αποτυπώνει με ωμό, ρεαλιστικό τρόπο τη βία που υπέστη, στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» ο Λουί αφενός συνθέτει τις κακοποιητικές συμπεριφορές του πατέρα του με τις σπάνιες εκδηλώσεις αγάπης από πλευράς του και αφετέρου καταγγέλλει τους «κυρίαρχους» της μεταβιομηχανικής συνθήκης για τον οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό που επιφυλάσσουν στον πατέρα του και την εργατική τάξη στην οποία ανήκει. Στην κοινωνία του Μπελγκέλ (Λουί) ως ντροπή εσωτερικεύεται όχι μόνο η αγάπη, αλλά και η φτώχεια. Η αυτοενοχοποίηση της εργατικής τάξης, το ότι τα άτομα που υποφέρουν, ντρέπονται που υποφέρουν, οδηγεί τον Λουί στον καταγγελτικό λόγο. Σε ένα «κατηγορώ» του συγγραφέα, τα βίαια χτυπήματα της πολιτικής ιστορίας που αλώνουν το σώμα του πατέρα διαδέχονται το ένα το άλλο με κλιμακούμενη ένταση. Η εργατική τάξη της Γαλλίας, οι άνθρωποι που περιγράφονται στο βιβλίο του Λουί, δε μετέχουν στον περίφημο ευρωπαϊκό πολιτισμό και τρόπο ζωής﮲ αποτελούν τα σκουπίδια του, αυτά που παράγει καθημερινά και βγάζει έξω κάθε βράδυ στον κάδο απορριμμάτων προς αποκομιδή, για τα οποία οι μεσαίες και ανώτερες τάξεις δυσανασχετούν να φορολογούνται και πιέζουν για την περαιτέρω συρρίκνωση των πενιχρών κοινωνικών επιδομάτων.1

Αν διαβάσει κανείς το βιβλίο, –  και σύμφωνα με τις συνεντεύξεις του Λουί –  καταλαβαίνει αμέσως πως ο συγγραφέας τα βάζει με το σοσιαλ-φιλελεύθερο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, κατηγορώντας τον για «πολιτική βία εναντίον των φτωχών». Καθώς θίγει θέματα που αφορούν την εργατική τάξη και τις μειονότητες, την ταξική καταγωγή, τον ρατσισμό, την ομοφοβία, την ξενοφοβία και το σεξισμό, σημειώνει σε συνέντευξή του πως «υπάρχει μια πολιτική βία προς τους φτωχούς, η οποία υπήρχε από το θατσερισμό και επιστρέφει σήμερα με ηγέτες όπως ο Τραμπ στις ΗΠΑ και ο Μακρόν στη Γαλλία» (2018). Προς το τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας στηλιτεύει το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα που διέλυσαν την υγεία του πατέρα του. Ο Ζακ Σιράκ και ο Ξαβιέ Μπερτράν του κατέστρεψαν τα έντερα. Ο Εμμανουέλ Μακρόν και ο Μανουέλ Βαλς πέρασαν το νόμο που διευκολύνει τις απολύσεις και επιτρέπει στις εταιρείες να υποχρεώνουν τους εργαζόμενους να κάνουν περισσότερες υπερωρίες τη βδομάδα. Ο Νικολά Σαρκοζί και ο Μαρτέν Χιρς του τσάκισαν τη μέση. Η ιστορία του πόνου του έχει ονόματα. Η ιστορία του σωματός του κατηγορεί την πολιτική ιστορία.

Κάποιες κριτικές στα γαλλικά μίντια αμφισβήτησαν τη «λογοτεχνικότητα» του έργου. «Δεν είναι λογοτεχνικό! Ανακαλύπτει ξαφνικά ότι η πολιτική έχει επίπτωση στη ζωή των ανθρώπων και καταγγέλλει τους ενόχους! Μα αυτό διαβάζουμε όλη μέρα στις εφημερίδες!». Ο Λουί (Μπελγκέλ) απαντάει και μέσα από το βιβλίο του: «Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως ζήτημα αισθητικής […] για εμάς ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου», αλλά και σε συνέντευξή του: «…αυτό που γράφω […] δεν υπακούει στις απαιτήσεις της λογοτεχνίας αλλά σε εκείνες της ανάγκης και του επείγοντος, σε εκείνες της φωτιάς».

Σε μία εποχή που ο κυρίαρχος λόγος προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι ζήτημα ατομικής ευθύνης η προοπτική μας, η μόρφωσή μας ή και η υγεία μας εσχάτως, ο Λουί αντιστρέφει τους όρους της συζήτησης αποκαλύπτοντας τη συλλογική ευθύνη των πολιτικών που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των κυρίαρχων του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή η πολιτική κριτική τον βοηθά να ερμηνεύσει τη ζωή του πατέρα του με το ταξικό κριτήριο που έχει αναπτύξει κι ο ίδιος ήδη απ’ την παιδική του ηλικία. Το «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» είναι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο το οποίο κατηγορεί τους κυρίαρχους της πολιτικής που κατέστησαν τον πατέρα του συγγραφέα άρρωστο. Κόντρα στο αφήγημα του συστήματος πως οι φτωχοί είναι ήδη αρκετά πλούσιοι και πως οι πλουσιοι δεν είναι αρκετά πλούσιοι.


Το άρθρο αυτό γράφτηκε με αφορμή την παράσταση “Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου” ( Qui a tué mon père) του Εντουάρ Λουί (Edouard Louis) που ανέβηκε στις σκηνές της Θεσσαλονίκης στις 1 Οκτωβρίου 2022, παραγωγή της Schaubühne του Βερολίνου και του Théâtre de la Ville του Παρισιού, σε σκηνοθεσία του Τόμας Οστερμάϊερ (Thomas Ostermeier).



1. Από το άρθρο που βρίσκεται στο tvxs.gr, «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» το τελευταίο από τα τρία βιβλία του Εντουάρ Λουί, 04/08/2020.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι 9 τέχνες για την Πρωτομαγιά

Λένιν, Γκόρκι, σταλινισμός, Σοστακόβιτς

Για την περίπτωση ΛΕΞ