Γιάννης Μαρκόπουλος: ο καλλιτέχνης φεύγει, η τέχνη του μένει
Πολλοί Έλληνες συνθέτες πάντρεψαν τις τοπικές παραδόσεις, τόσο σε όργανα όσο και σε μελωδίες και ρυθμούς, με τις μουσικές τάσεις του 20ού αιώνα. Από τον Σκαλκώτα και τις κλασικές του συνθέσεις, μέχρι τους έντεχνους και λαϊκούς συνθέτες, σαν τον Ξαρχάκο, τον Θεοδωράκη, τον Λοΐζο. Ανάμεσα σε όλους αυτούς, βεβαίως, και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, που πέθανε την περασμένη εβδομάδα.
Η μουσική περίπτωση του Μαρκόπουλου είναι από τις κατ' εξοχήν στάσεις στη μουσική του τόπου μας, που αξιοποίησε τόσο έντονα την πρότερη λαϊκή κουλτούρα, και μάλιστα καθιστώντας το έργο του ένα επίσης λαϊκό έργο, με σημαντική επίδραση από και προς το λαό. Αν και ξεκίνησε κυρίως με μουσική για θέατρο και κινηματογράφο, την ταραχώδη δεκαετία του '70 κυκλοφόρησε το πιο ευρέως διαδεδομένο, αν όχι πιο σημαντικό κομμάτι του έργου του. Το «Χρονικό», η «Ιθαγένεια», οι «Μετανάστες» είναι δίσκοι του που περιλαμβάνουν μέρος των γνωστότερων τραγουδιών του, λαϊκών τραγουδιών που παίζονται ακόμη και σήμερα στα γλέντια και στις παρέες.
Πηγή έμπνευσής του, εκτός από τα καθημερινά προβλήματα του λαού, όπως η εργατική ζωή, η μετανάστευση κλπ, υπήρξε η λαϊκή παράδοση του τόπου, αλλά και ιδιαίτερα της Κρήτης (πχ «Ριζίτικα¬), από την οποία κατάγεται. Η παραδοσιακή φυσιογνωμία ήταν έντονη στο έργο του, πιθανά και εντονότερη από την επικρατούσα τάση στους υπόλοιπους μεγάλους συνθέτες της περιόδου. Αν και ακολουθούσε την τάση του παντρέματος της παράδοσης με τα νέα μουσικά μοτίβα, που ακολουθούσαν πολλοί, σε καμία περίπτωση δεν ήταν επαναλαμβανόμενος, ή και μη πρωτότυπος. Μουσικά όργανα όπως το σαντούρι και η λύρα, αλλά και τεχνικές όπως οι αμανέδες, έχουν εξέχοντα ρόλο στο έργο του. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις συναντούμε και ρυθμούς παρμένους από τους χορούς όλης της περιοχής της ανατολικής Μεσογείου.
Ακόμα και στο κομμάτι των στίχων που μελοποίησε, εκτός από τις σκηνές της λαϊκής ζωής, εμφανίζονται και ποιητές, όπως ο Διονύσιος Σολωμός (του οποίου μελοποίησε τους Ελεύθερους Πολιορκημένους) και ο Οδυσσέας Ελύτης, στον «Ήλιο τον Πρώτο», έργο ομότιτλο του βιβλίου του ποιητή.
Με έναν τρόπο στο έργο του αναζητείται μια ταυτότητα που θα έχει όχι το εθνικό στοιχείο σε μια βάση όπως την θέτει ο ντόπιος εθνικισμός (που άλλωστε οργίαζε λόγω της χούντας). Απεναντίας ψάχνει αυτήν την ταυτότητα στο έδαφος, εκεί που ζει και εργάζεται ο λαός, για τα βάσανα του οποίου έγραψε, και ο οποίος τόσο τραγούδησε και εξακολουθεί να τραγουδάει το συνθέτη. Έτσι ερμηνεύεται και η μελοποίηση μεγάλων ποιητών της χώρας, αλλά και ταυτόχρονα η έντονη αξιοποίηση της μουσικής παράδοσης, σε μια βάση όχι απλά αναπαραγωγής ή «διασκευής», αλλά και μάλιστα σε ένα πνεύμα προώθησης αυτής της λαϊκής κουλτούρας που είχε αποτυπωθεί ως τέτοια ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην πρώιμη δισκογραφία.
Έτσι, λοιπόν, με την απώλεια αυτού του μεγάλου λαϊκού συνθέτη, δείχνει να κλείνει σιγά-σιγά ένας κύκλων λαϊκών συνθετών που έζησαν, εμπνεύστηκαν και έγραψαν για τις μεγάλες στιγμές του λαού μας, του προηγούμενου αιώνα. Αυτή η ανασκόπηση δεν θα πρέπει να έχει καμιά αίσθηση τελειώματος, αδυναμίας να βρεθούν τα νέα υλικά που θα δημιουργήσουν τους νέους καλλιτεχνικούς εκφραστές του λαού. Αντιθέτως, η αίσθηση τέλους, είναι βαθιά αντιδιαλεκτική, και δεν λαμβάνει υπόψη της ότι οι τέχνες ακολουθούν την πορεία των κινημάτων· άλλοτε βρίσκονται στην κορυφή του κύματος, άλλοτε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Πάντα όμως κάνουν την εμφάνισή τους τη σωστή στιγμή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου