Κώστας Καρυωτάκης: καταθλιπτικός ή διωκόμενος;
«Ο βίος του Καρυωτάκη είναι εν πολλοίς γνωστός, αν και συχνά στρεβλώνεται από την αναδρομική θεώρησή του υπό το πρίσμα της αυτοκτονίας», γράφει η Θάλεια Ιερωνυμάκη στο άρθρο της με τίτλο «Η “Γάμπα”: ένα “έντυπον διεγερτικόν”». Και αυτή η δήλωση είναι και μεγάλο μέρος της ουσίας του έργου και της ζωής του Κώστα Καρυωτάκη, τον οποίο το συλλογικό συνειδητό έχει καταγράψει ως καταθλιπτικό ποιητή.
Ναι, ήταν έντονη η μελαγχολία στην ποίησή του, αλλά δεν ήταν το μόνο ή το αποκλειστικά κυρίαρχο ζήτημα της γραφής του ή της ζωής του. Άλλωστε πώς θα περίμενε κανείς να αποφύγει ένας άνθρωπος (και η γενιά του) τη μελαγχολία και την απόγνωση, όταν στα 18 του χρόνια ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, στα 26 του έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή, στα 29 του η δικτατορία του Πάγκαλου, τη στιγμή μάλιστα που δυσκολευόταν να στεριώσει επαγγελματικά, ενώ η χώρα μαστιζόταν από φτώχεια και πόλεμο; Σήμερα, σε αντίστοιχα βάρβαρες συνθήκες, μεγάλο μέρος των νέων βρίσκεται σε ψυχοκοινωνικά αδιέξοδα. Και τότε και τώρα κανείς δε μιλάει για τη μαύρη εποχή, όλοι μιλάνε για τον καταθλιπτικό Καρυωτάκη.
Ωστόσο, το σατιρικό κομμάτι του έργου του είναι λιγότερο γνωστό. Το δεύτερο μέρος της τελευταίας του ποιητικής συλλογής «Ελεγεία και Σάτιρες», οι σάτιρες δηλαδή, δεν είναι το μόνο κομμάτι αυτής της πτυχής του ποιητή. Το 1919, μαζί με τον φίλο του και επίσης ποιητή, Άγη Λεβέντη, αποφάσισαν να εκδώσουν μία τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, τη Γάμπα. Βεβαίως, το περιεχόμενο θεωρήθηκε σκανδαλώδες και πορνογραφικό· έβριθε ερωτικών περιπετειών στολισμένων με έντονη σάτιρα, τόσο προς το πολιτικό κατεστημένο της εποχής, όσο και προς τα ήθη και την αυταρέσκεια της αστικής τάξης. Στο 5ο φύλλο, ένα επίγραμμα γράφει: «Θέλεις νάβγης βουλευτής/και κάλπες βάζεις πάντα/μα είσαι κάλπικος παράς/και μαύρο τρως αβάντα». Το 7ο τεύχος δεν κυκλοφόρησε ποτέ, αφού κατασχέθηκε και καταστράφηκε, ενώ καθ' όλη τη σύντομη κυκλοφορία του πολεμήθηκε από τον Τύπο της εποχής. Κι όμως κατά περιστάσεις ξεπέρασε σε κυκλοφορία την Εστία και την νεοδημιούργητη τότε Καθημερινή.
Αλλά και η ίδια του η ποίηση, για την οποία έμεινε ιδιαιτέρως γνωστός, είχε το στοιχείο του σατιρισμού και του σχολιασμού. «Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπείον!» περιγράφεται μια εικόνα όπου «ο άνεμος, ταράζει/μόνο ταγκάθια στην πεδιάδα όλη», για να σχολιάσει ότι «του λείπει μια σειρά ερειπίων/κ' η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου).» Ποίημα που προφανώς κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το τέλος της δικτατορίας. Όμως και οι υπόλοιποι λογοτέχνες συνάδελφοί του, μπαίνουν στο στόχαστρο για την υπεροψία τους, ειδικά όταν βασίζονται στο οικογενειακό τους χρήμα: «[...]το monocle που σας βοηθάει/να βλέπετε μόνο στο πλάι/και μόνο αυτούς να χαιρετάτε/όσοι μοιάζουν αριστοκράται[...]». Παράλληλα με πίκρα και ταυτόχρονη μαύρη κωμωδία σχολίαζε το θάνατο ενός συφάνταρού του στο ποίημα «Ο Μιχαλιός», αλλά και την αλλοτριωμένη και ανιαρή καθημερινότητα των δημοσίων υπαλλήλων, με τρόπο που θα τη βλέπαμε και στη νουβέλα του Νικολάι Γκόγκολ, «Το παλτό».
Το σημαντικότερο, ωστόσο, όλων, που αποτελεί και τη σύνδεση με το τι ήταν και πώς και γιατί πέθανε (αυτοκτόνησε) ο Καρυωτάκης, ήταν η πολιτική/συνδικαλιστική του δραστηριότητα. Σε μια περίοδο συνεχών, βίαιων και απότομων εναλλαγών κυβερνήσεων, ο Καρυωτάκης αποφάσισε να ασχοληθεί με το συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων. Συμμετείχε ενεργά και πρωτοπόρα στις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ εξελέγη και γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, θέλοντας να χτυπήσει την παρείσφρηση των αστικών κομμάτων στο συνδικαλισμό, αλλά και την κερδοσκόπο αντιμετώπιση των προσφύγων. Αναπόφευκτα μπήκε στο στόχαστρο των διοικήσεων, διώχτηκε, αποσπάστηκε, κυνηγήθηκε μέχρι και την Πρέβεζα, όπου αυτοκτόνσηε, ως και εφηύραν την κατηγορία της μαστροπείας, λόγω της σχέσης του με μία πόρνη (πληροφορία που… αλίευσαν οι σπιούνοι της εποχής). Πιθανότατα σε αυτήν την κατηγορία αναφέρεται και στο γράμμα που άφησε πριν την αυτοκτονία του. Η «Υπαλληλική» σε δημοσίευμά της τότε, αποδίδει την αυτοκτονία στις διώξεις που ήταν παρατεταμένες, ενώ το καταθλιπτικό του προφίλ υπερθεματίστηκε από τον φίλο του Χαρίλαο Σακελλαριάδη, κατά παραγγελία και της οικογένειας Καρυωτάκη, πιθανά για να θαφτούν όλα τα υπόλοιπα. «Το μπαούλο με το προσωπικό αρχείο του Καρυωτάκη που εξαφανίστηκε, ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος που βρέθηκε λειψός, οι επιλεκτικές πληροφορίες που μας μεταφέρονται από τον βιογράφο του, όλα δείχνουν ότι επιχειρείται συστηματικά μια συγκάλυψη στοιχείων», όπως αναφέρει σε συνέντευξή της η Χριστίνα Ντουνιά.
Μια εποχή και οι προσωπικοί αγώνες του Καρυωτάκη είναι αυτοί που έπλεξαν όλη τη ζωή και την κατάληξή του. Η αδικία του χαρακτηρισμού του βάσει της αυτοκτονίας, αλλά και η απόκρυψη των πραγματικών αιτιών της, δεν μπορούν να κρύψουν ότι τόσο στο έργο του όσο και στη ζωή του, ένα σημαντικό μέρος αφιερώθηκε στην κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας και ηθικής. Παρά το ότι ο Καρυωτάκης δεν ήταν κομμουνιστής, οι κομμουνιστές, ιδιαίτερα ποιητές σαν τον Ρίτσο και τον Τεύκρο Ανθία, τον θεώρησαν συνοδοιπόρο τους. Όπως δηλαδή αναφέρει και το κομμουνιστικό περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση» στο φύλλο του Αυγούστου 1928 «Δεν πίστεψε σε καμμιάν άλλαγή, ούτε και οραματίστηκε τέτοιαν… Έδεσε το στίχο του με τη μελαγχολική αμφιβολία και δεν άφισε ν’ ανοιχτεί πλατύτερα.» Αυτή η μελαγχολική αμφιβολία πιθανά να συνοψίζει καλύτερα απ' όλα την ποιητική του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου