Θέμος Κορνάρος - Γαλάτεια Καζαντζάκη, Το νησί των σημαδεμένων-Σπιναλόγκα: η άρρωστη πολιτεία
Οι πανδημίες στη λογοτεχνία - μέρος ζ'
Για μισό περίπου αιώνα στον υποβλητικό βράχο της Σπιναλόγκας περπάτησαν, ερωτεύτηκαν, μαρτύρησαν αλλά και επιβίωσαν άνθρωποι που προέρχονταν από την "απέναντι όχθη", θύματα μιας ολόκληρης εποχής. Στο καστρόχτιστο νησί του Μεραμπέλλου, σ' ένα χώρο ταυτισμένο με την προκατάληψη, έχτιζαν την ζωή τους από την αρχή οι εκτοπισμένοι, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις κοινωνικές αντιξοότητες, ώστε να προετοιμάσουν μια αξιοπρεπή αποχώρηση από τον "επίγειο παράδεισο". Ο αποκλεισμός αυτών των ανθρώπων και η καθημερινότητά τους υπήρξαν για πολλά χρόνια ζητήματα ταμπού για την ελληνική κοινωνία και την πεζογραφία της.
Δύο όμως Έλληνες συγγραφείς τόλμησαν να τα θίξουν, γράφοντας εν θερμώ δύο συγκλονιστικά κείμενα που έμειναν στην Ιστορία: η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που δημοσίευσε το 1914 την "Άρρωστη πολιτεία" της αφηγούμενη μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στο νησί, και ο Θέμος Κορνάρος, που το 1933 έδωσε στον έξω κόσμο τη δική του καταγγελτική μαρτυρία με τον τίτλο "Σπιναλόγκα".
Δυο μυθιστορήματα γεμάτα σκληρές μαρτυρίες για τη ζωή πάνω στο νησί. Και στα δυο μυθιστορήματα περιγράφονται οι άθλιες συνθήκες που επικρατούν στον βράχο αυτό απέναντι από την Ελούντα, όπου απομόνωναν τους λεπρούς μέχρι το 1957. Η φρικτή σωματική παραμόρφωση που υφίστανται σιγά σιγά οι περισσότεροι τρόφιμοι του νησιού. Η ηθική εξαθλίωσή τους , η σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά και τη σκληρότητα με την οποία τους αντιμετωπίζουν οι απ’ έξω, αυτοί με τους οποίους έρχονται αναγκαστικά σε επαφή, έμποροι και χωροφύλακες. Πάντως τα έργα τελειώνουν αισιόδοξα: «Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ’ναι», λέει ο σοφός λαός.
Η Καζαντζάκη εστίασε στο πώς αντιμετωπίζει το άτομο τη λέπρα που το καταβάλλει. Αντιθέτως, η νουβέλα του Κορνάρου ήταν ένα θυμωμένο ξέσπασμα εναντίον του τρόπου που αντιμετωπίζει η Πολιτεία τους λεπρούς. Οι δύο νουβέλες, που κυκλοφόρησαν μαζί σ' ένα βιβλίο εστιάζουν στον μαρτυρικό τόπο από διαφορετικές οπτικές γωνίες· γωνίες μιας άλλης εποχής.
Ο λόγος του Κορνάρου είναι καταγγελτικός. Στον πρόλογο καταριέται τον χριστιανικό πολιτισμό της ευσπλαχνίας για την υποκρισία του· τους γιατρούς εμπόρους και τους άλλους, εκμεταλλευτές του ανθρώπινου πόνου. Πρωταγωνιστής της ιστορίας του, ένας δάσκαλος που είναι λεπρός και γίνεται μάρτυρας των αποτρόπαιων καταστάσεων στο νησί. Οι ασθενείς είναι αφημένοι στη μοίρα τους, εκμεταλλευόμενοι σε κάθε ευκαιρία. «Πεταμένοι σαν κοπριά σ' ένα κοπρολάκκο που λέγεται Σπιναλόγκα», γράφει ο Κορνάρος. Σταδιακά χάνουν την ανθρώπινη μορφή, τα άρρωστα μέλη τους σαπίζουν, πέφτουν και η ψυχή τους σαπίζει μαζί. Οι περιγραφές του είναι σκληρές, ωμές, σχεδόν απάνθρωπες. Ο συγγραφέας ταράζει την ψυχή του αναγνώστη και είναι ολοφάνερο ότι αυτό επιθυμεί. Το αίμα του βράζει για την άδικη κοινωνία, και οι φράσεις του το δηλώνουν φωναχτά, ολοζώντανα, σε κάθε ευκαιρία.
Η Καζαντζάκη βλέπει το θέμα της πιο εσωτερικά, η ματιά της προσπαθεί να είναι ελπιδοφόρα. Η γλώσσα της σε σχέση μ' εκείνη του Κορνάρου θυμίζει χάδι. Η πρωταγωνίστριά της αναζητά την ελπίδα στο καταραμένο νησί, απορεί με τις μαυρισμένες ψυχές των γύρω. Επιχειρεί να πείσει τον εαυτό της ότι η ζωή είναι παντού, ελπίζει στην ίαση, αναζητά το θαύμα. Αισθάνεται λες κι έχει πάει για να περάσει το καλοκαίρι εκεί, και πως σύντομα θα απαλλαχθεί από την αρρώστια της. Προσέχει την εμφάνισή της, γνωρίζει έναν άντρα, άντρα λεπρό, απελπισμένο άντρα. Αγαπιούνται, αποφασίζουν να είναι μαζί, να ζήσουν...
(την επιμέλεια των κειμένων ανέλαβε ο Παναγιώτης Σαπουνάς)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου