Ο Γασάν Καναφάνι και οι περιπλανήσεις στην ερημιά (για τη ζωή και τη νουβέλα του «Άνθρωποι στον Ήλιο) — του Φ.Κ.




Ο Γασάν Καναφάνι (Ghassan Kanafani) γεννήθηκε στην πόλη Άκκα ή Άκρα (Acre) το 1936. Η οικογένειά του εκδιώχθηκε από την Παλαιστίνη το 1948 από την σιωνιστική τρομοκρατία (Νάκμπα) και εγκαταστάθηκε τελικά στη Δαμασκό. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εργάστηκε σαν δάσκαλος και δημοσιογράφος, πρώτα στη Δαμασκό και μετά στο Κουβέιτ. Αργότερα μετακόμισε στη Βηρυτό και έγραψε για διάφορες εφημερίδες πριν ξεκινήσει το –1969– την εβδομαδιαία εφημερίδα του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), Al Hadaf. Ήταν εκπρόσωπος τύπου του PFLP και μέλος του Πολιτικού του Γραφείου, καθώς επίσης και μεγάλος μυθιστοριογράφος και καλλιτέχνης του οποίου η τεράστια συνεισφορά δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά. Στο ξεκίνημά του ο Καναφάνι ήταν ενεργό μέλος του Αραβικού Εθνικιστικού Κινήματος, που αποτέλεσε πρόδρομο του PFLP, αλλά αργότερα, μαζί με το σύντροφό του George Habash, έγινε μαρξιστής, πιστεύοντας ότι στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Παλαιστίνιοι δεν θα μπορούσε να δοθεί λύση χωρίς μια κοινωνική επανάσταση σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Δολοφονήθηκε αυτός και η ανιψιά του από τους σιωνιστές πράκτορες, την Μοσάντ, τον Ιούλιο του 1972, όταν εξερράγη το αυτοκίνητό του.

Ο Καναφάνι, μαζί με άλλους συγγραφείς, έφεραν επανάσταση στην παλαιστινιακή λογοτεχνία και συνέβαλαν καθοριστικά στη λογοτεχνία της αντίστασης κατά του ισραηλινού εποικισμού της πατρίδας τους. Ήταν ένας από εκείνους που πάλεψαν ειλικρινά για τη μετεξέλιξη του κινήματος αντίστασης από εθνικιστικό απελευθερωτικό κίνημα σε παναραβικό επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα, του οποίου η απελευθέρωση της Παλαιστίνης θα αποτελούσε ζωτικής σημασίας συστατικό.

Το 1963 εκδίδει τη νουβέλα Άνθρωποι στον ήλιο, που αναδεικνύει τη δυσχερή θέση των εκτοπισμένων Παλαιστινίων. Διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950, αφηγείται την ιστορία τριών Παλαιστινίων, ο καθένας από διαφορετικές γενιές, οι οποίοι προσπαθούν να μεταναστεύσουν παράνομα στο Κουβέιτ από το νότιο Ιράκ. Η αφήγηση ξεκινά αφού οι τρεις φτάνουν ανεξάρτητα στη Βασόρα και αρχίζουν να αναζητούν έναν λαθρέμπορο για να τους περάσει τα σύνορα. Τα τρία πρώτα κεφάλαια παρουσιάζουν τους Παλαιστίνιους χαρακτήρες από τον μεγαλύτερο προς τον μικρότερο και περιγράφουν λεπτομερώς πώς όλοι τους αποτυγχάνουν να συμβιβαστούν με τον ίδιο λαθρέμπορο. Μέσα από μια σειρά από αναδρομές και αφηγήσεις, το κείμενο δείχνει ότι, παρόλο που και οι τρεις φαντάζονται το Κουβέιτ ως έναν παράδεισο πλούτου, ο καθένας τους έφυγε από τους προσφυγικούς καταυλισμούς της Παλαιστίνης για διαφορετικούς λόγους.

Αργότερα βρίσκουν έναν λαθρέμπορο ο οποίος είναι Παλαιστίνιος, που είχε υπηρετήσει στον βρετανικό στρατό για 5 χρόνια, πριν ενταχθεί στους Μαχητές της Ελευθερίας. Τους κάνει μια καλύτερη προσφορά για το ταξίδι και φαίνεται πως όντως θέλει να τους βοηθήσει. Το πλάνο είναι να διασχίσουν την έρημο με ένα βυτιοφόρο, όμως λίγο πριν τα σύνορα θα πρέπει οι τρεις πρωταγωνιστές να μπαίνουν μέσα στη δεξαμενή που έχει αφόρητη ζέστη και να κάνουν ησυχία για λίγα λεπτά μέχρι να περάσουν τον έλεγχο.

Εν τέλει επιβιώνουν από το πρώτο πέρασμα των συνόρων, αλλά βρίσκουν φρικτό θάνατο στο δεύτερο. Η νουβέλα τελειώνει όταν ο λαθρέμπορος πετάει τα πτώματα των τριών ανδρών σε έναν σκουπιδότοπο. Σταματάει για να πάρει τα λεφτά τους και το ρολόι του μικρότερου και μετά φεύγει, απογοητευμένος που οι τρεις δεν χτύπησαν τα πλαϊνά της δεξαμενής για να καλέσουν βοήθεια.

Η έρημος, στην οποία διαδραματίζεται η νουβέλα, δείχνει να δημιουργεί και στην αφήγηση σύγχυση, με τα συνεχή και συχνά περίπλοκα μπρος-πίσω χρονικά, κάτι που μπερδεύει τον αναγνώστη. Η ανάμνηση με την πραγματικότητα έχουν λεπτά όρια. Το ζοφερό έδαφος που αναφέρεται συχνά στην ιστορία, το οποίο συμβολίζει τις δοκιμασίες που πρέπει να περάσουν οι Παλαιστίνιοι στη διασπορά, παρέχει το πλαίσιο για τις αφηγήσεις που περιγράφουν τις φαντασιώσεις κάθε χαρακτήρα για το Κουβέιτ. Οι άνδρες διασχίζουν την έρημο, ενίοτε μέσα στη δεξαμενή νερού, ανίκανοι να υπαγορεύσουν την κατεύθυνσή τους, χωρίς πλέον να είναι «κύριοι» του δικού τους περιβάλλοντος, της ταυτότητας ή της μοίρας τους, οι άνδρες βρίσκονται ανεσταλμένοι σε μια «γη του κανενός» που θυμίζει έντονα την ίδια την Παλαιστίνη. Η ανικανότητά τους να χτυπήσουν τα πλαϊνά του τανκ αποτυπώνει αυτή την αδυναμία, όπου οι άνδρες διχάζονται μεταξύ του φόβου της ανακάλυψης και της ανάγκης να ξεφύγουν από το ασφυκτικό τανκ και καθίστανται ανίκανοι να αναλάβουν δράση. Οι τελευταίες γραμμές της νουβέλας, «Γιατί δεν χτυπήσατε τα πλαϊνά του τανκ; Γιατί δεν χτυπήσατε τις πλευρές του τανκ; Γιατί; Γιατί; Γιατί;» αντανακλούν την απογοήτευση για την παθητικότητα των Παλαιστινίων μετά τη Νάκμπα του 1948.

Ο Γασάν Καναφάνι αποτελεί ακόμη, 52 χρόνια μετά τη δολοφονία του, σημείο αναφοράς για όλους τους ηρωικούς δημοσιογράφους που αγωνίζονται, χωρίς ρεύμα, χωρίς ίντερνετ, χωρίς αληθινή προστασία, να μεταφέρουν την αλήθεια όσων συμβαίνουν στη Γάζα. Κι αυτό γιατί οι λέξεις του, τα κείμενά του, αποτέλεσαν και αποτελούν την καταγραφή της μνήμης όσων πέρασαν και περνούν γενιές παλαιστινίων, από την πρώτη Νάκμπα και μετά. Η ικανότητά του να περιγράφει, πέρα από οποιαδήποτε σκιά αμφιβολίας, τις στερήσεις και τα βάσανα του λαού του, και να μετασχηματίζει μια ιδεολογία, μια πολιτική γραμμή σε λαϊκή λογοτεχνία τον μετέτρεψε σε σοβαρή απειλή για το σιωνισμό, αλλά και τον ιμπεριαλισμό. Είχε πει πως: «Ο ιμπεριαλισμός έχει απλώσει το σώμα του σε όλο τον κόσμο, με το κεφάλι του στην Ανατολική Ασία, την καρδιά του στη Μέση Ανατολή, ενώ οι αρτηρίες του φτάνουν στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Όπου κι αν τον χτυπήσεις, τον καταστρέφεις και υπηρετείς την παγκόσμια επανάσταση».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι 9 τέχνες για την Πρωτομαγιά

Λένιν, Γκόρκι, σταλινισμός, Σοστακόβιτς

Για την περίπτωση ΛΕΞ