Η ειλικρινής 8η τέχνη του Ρόμπερτ Φρανκ


Στις 9/9 έφυγε από τη ζωή ο ελβετοαμερικανός φωτογράφος Ρόμπερτ Φρανκ, ο φωτογράφος που το 1990 δώρισε το μεγαλύτερο μέρος των φωτογραφιών του στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσινγκτον για να μην καταστεί βορά για τα κοράκια του καλλιτεχνικού εμπορίου όταν αυτός θα πέθαινε. Γεννημένος στην Ελβετία από μεσοαστική οικογένεια, βρέθηκε στις ΗΠΑ, όπου και ασχολήθηκε με τη φωτογραφία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ταξίδεψε με ένα φθηνό αυτοκίνητο σε 48 πολιτείες των ΗΠΑ για να καταγράψει με την κάμερά του αυτό που θα έβλεπε. Το παράγωγο αυτού του ταξιδιού, ή μάλλον ένα μικρό μέρος του με 83 φωτογραφίες, κυκλοφόρησε σε ένα λεύκωμα το 1958 με τίτλο “Οι Αμερικανοί”. Τα κείμενα της γαλλικής έκδοσης δεν τον ικανοποίησαν καθώς δεν αποτύπωσαν αυτό που οραματιζόταν κάνοντας το έργο, επομένως το 1959 η ίδια συλλογή κυκλοφόρησε και στις ΗΠΑ, χωρίς καθόλου κείμενο, παρά μόνο την εισαγωγή του φίλου του, Τζακ Κέρουακ, σημαντικού εκπροσώπου της Μπιτ γενιάς λογοτεχνών.

Για το έργο:

Ο Φρανκ είχε βαρεθεί το ρομαντισμό στη φωτογραφία. Προσπαθούσε να τραβήξει τη στιγμή απλά με αυθορμητισμό και να διατηρήσει με αυτό τον τρόπο την αυθεντικότητα του σκηνικού. Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες φωτογραφίες που έδειχναν την αμερικανική ζωή όπως ήταν: χωρίς το ...όνειρο. Το αμερικανικό όνειρο ήθελε όλους τους Αμερικανούς να είναι ίσοι μπροστά στην ευκαιρία, τους έπειθε πως τα λεφτά γίνονται με τη σκληρή δουλειά και πως μια ζωή γεμάτη αποκτήματα του εμπορίου (προφανώς τα αποκτήματα εκείνα που είναι άσχετα με τις ανάγκες των εργαζομένων) είναι μια ζωή επιτυχημένη. Η πραγματικότητα του Φρανκ, αγκαζέ με την πραγματικότητα, αποδείκνυαν το αντίθετο. Στις φωτογραφίες είναι εμφανέστατη η διαφορά μεταξύ των καθημερινών ανθρώπων του λαού και των επιχειρηματιών που συχνάζουν στις δεξιώσεις. Πρωταγωνιστές σε ανταγωνιστικούς ρόλους είναι και οι δύο περιπτώσεις. Η καθημερινότητα του καθενός όμως αλλάζει, αφού τα πάντα διαφέρουν στις παραστάσεις· η ενδυμασία του εργάτη πιο φτωχή, η διασκέδασή του πιο λιτή. Τα ζευγάρια αρκούνται σε άραγμα στην εξοχή, φορούν ρούχα φτωχικά, οι εργάτες κοπιάζουν στα εργοστάσια, το απαρτχάιντ στα μέσα συγκοινωνίας τηρείται. Όσο αυτοί εργάζονται, η ελίτ διαβάζει εφημερίδα, διασκεδάζει με σαμπάνια, πούρα, ακριβά ρούχα και δεξιώσεις.
Ο Φρανκ υπερπήδησε τις ως τότε ρομαντικές τάσεις στη φωτογραφία, έφερε το ρεαλισμό. Και ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι το αρχικό πλάνο δεν ήταν μια πολιτική φωτογραφία, κατά τα συνήθη πρότυπα των Μπιτ φίλων του στη λογοτεχνία, το έργο καταλήγει με βαθιές και ουσιαστικές πολιτικές συνδηλώσεις. Μέσα σε 83 φωτογραφίες, ο μύθος του αμερικανικού ονείρου αποδομείται. Η σκληρή δουλειά των πολλών κάνει πλούσιους μόνο τους λίγους. Και προφανώς η κριτική δεν άργησε να έρθει. Τον κατηγόρησαν για ρηχότητα, όπως συνηθίζουν οι εκπρόσωποι της αστικής τέχνης, θεωρώντας πως τα έργα πρέπει να έχουν βαθιά και δύσκολα νοήματα. Και με υπαρκτές ακόμα τις πρακτικές του μακαρθισμού, το έργο χαρακτηρίστηκε αντιαμερικανικό. Κι ίσως να ήταν. Αλλά ήταν εναντίον της Αμερικής των ανθρώπων που τη διηύθυναν τότε και τη διευθύνουν ακόμα: των καπιταλιστών. Ήταν όμως ένα έργο βγαλμένο βαθιά μέσα από τα σπλάχνα της Αμερικής όπως αυτή θα έπρεπε να είναι, και όπως γι'αυτήν πρέπει να αγωνιστεί ο λαός της. Την Αμερική του λαού της.

(το φωτογραφικό έργο “Οι Αμερικανοί” μπορείτε να το δείτε εδώ: https://oscarenfotos.files.wordpress.com/2012/05/robert_frank_-_the_americans.pdf )

*Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα Προλεταριακή Σημαία του Σαββάτου, 21/9/2019

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι 9 τέχνες για την Πρωτομαγιά

Η παλαιστινιακή πένα του Μοχάμαντ Σάμπανα

Για την περίπτωση ΛΕΞ