Η «δυσφορία» της λογοτεχνίας σε καιρούς σήψης



Ο καπιταλισμός αποκτηνώνει, αποξενώνει, αλλοτριώνει. Μια αλήθεια που είχαν καταλάβει οι λογοτέχνες ήδη από το 19ο αιώνα και ως τις αρχές του 20ού. Η βιομηχανοποίηση και η αστικοποίηση δημιούργησαν νέα δεδομένα, καινούριες υλικές συνθήκες, ένα καμίνι που παρήγαγε τις νέες υλικές συνθήκες όπου ατσαλώνονταν οι ποιητές, οι συγγραφείς και τα δημιουργήματά τους. Ο Φραντς Κάφκα εκεί έγραψε τα έργα του για το αδιέξοδο των γραφειοκρατικών μηχανισμών. Οι ρομαντικοί τότε στράφηκαν προς άλλα κειμενικά είδη, σαν το γοτθικό μυθιστόρημα, ή και «δυσφορούσαν» μέσα στις παλιές τους φόρμες. Ο Τόλκιν – αν και των μέσων του 20ού – σε αυτή τη βάση αντιπαραβάλλει τις δυνάμεις του κακού (με στοιχείο τη βιομηχανοποίηση) έναντι αυτών του καλού (με στοιχείο τη βουκολικότητα). Για τον Μπωντλαίρ η μετάβαση από τα Άνθη του Κακού στα Μικρά ποιήματα σε πεζό γίνεται αυτήν ακριβώς την περίοδο. Και Μωπασάν, Γκόγκολ κ.ά. τότε γράφουν για τους τρελούς τους. Με άλλα λόγια όλοι αντιδρούσαν με έναν τρόπο στη νέα αυτή πραγματικότητα.

Όμως δεν ήταν για όλους μια κατάσταση που έπρεπε να ξεπεραστεί απαραίτητα προς τα μπροστά, αλλά και προς τα πίσω, σε μια επιστροφή στην παλιά, καλή(;) ζωή. Παράδειγμα αποτελούσαν οι ρομαντικοί. Σε αυτούς υπήρχαν έντονα αντιθετικά στοιχεία. Ως άτομα συχνά συμμετείχαν στις εθνικές και αστικές επαναστάσεις, ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη. Παράδειγμα ο Μπάιρον εκπαίδευε τους Μεσολογγίτες στο τουφέκι και πέθανε στην πολιορκία της πόλης τους. Ταυτόχρονα ήταν ιδεαλιστές. Αυτά τα στοιχεία συνυπήρχαν στα γραπτά τους· από τη μία η επίκληση στο ιδανικό, στη φύση, στο θεϊκό, από την άλλη μια σχεδόν νεανική παρόρμηση για αυτοθυσία και αγώνα για τα ιδανικά τους, όπου άνθισε ένας πρώιμος εθνικισμός. Δεν είναι άξιο απορίας, λοιπόν, που πάνω από έναν αιώνα αργότερα η σημειολογία, η εικονογραφία και ο ιδεαλισμός τους αξιοποιήθηκαν από το ναζισμό, προσαρμόζοντας και όποια στοιχεία μπορεί στις απαρχές του καπιταλισμού να ήταν ή να έμοιαζαν θετικά, στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, της πλήρους σήψης του συστήματος.

Για άλλους δεν υπήρχε δρόμος προς τα πίσω, όπως για τους ρομαντικούς. Ο Σαρλ Μπωντλαίρ έγραψε δύο βασικά έργα. Το πρώτο ήταν τα Άνθη του Κακού, ποιήματα με συμβατική φόρμα (μέτρο, ομοιοκαταληξία), μιας εποχής που γέννησε τα σονέτα του Πετράρχη και που πλέον άλλαζε ταχύρυθμα, από φεουδαρχία γινόταν καπιταλισμός. Το δεύτερο, που δεν πρόλαβε να εκδώσει στην ολότητά του όσο ζούσε, ήταν τα Μικρά ποιήματα σε πεζό. Τα αδιέξοδα που αισθανόταν ο ίδιος στη μεγαλούπολη της αποξένωσης εκφράστηκαν πια στο περιεχόμενο αυτών των ποιημάτων. Η φόρμα τους όμως ήταν κάτι το εντελώς φρέσκο, όπου χάνεται πια η κλασική ποιητική μορφή που παρήγαγε η φεουδαρχία και εμφανίζεται μια ποιητική που είχε μέσα και την ποιητική διάλυση, και τη λυρικότητα· και λεξιλόγιο που αρμόζει σε πεζό, και εξαιρετικά προσεγμένες λέξεις στη μορφή και την τοποθέτησή τους μέσα στο κείμενο. Όλη η συλλογή αυτή, την οποία ο ίδιος θεωρούσε τη σημαντικότερή του, χαρακτηρίζεται από μια πλήρη προσαρμογή στις νέες συνθήκες της αστικοποίησης, αλλά ταυτόχρονα δυσανασχετεί γι’ αυτές τις συνθήκες. Βέβαια δε μας πηγαίνει πίσω, αλλά ούτε και μπροστά. Ήταν άλλωστε μια περίοδος που ακόμα οι προλεταριακές επαναστάσεις και τα κομμουνιστικά ιδεώδη δεν είχαν ξεδιπλωθεί σε βαθμό και ένταση που να προσφέρεται μια υλική εναλλακτική στο ζόφο του νέου (και σχεδόν ξανά παλιωμένου) συστήματος. Μπορεί ο Μπωντλαίρ να συμμετείχε στην επανάσταση του 1848, αλλά πλέον, σχεδόν 20 χρόνια έπειτα, μια έκλυτη και ασθενική ζωή επικάθονται στο θυμικό του και επηρεάζουν την προτεινόμενη εναλλακτική των ποιημάτων. Μια φυγή από την πραγματική ζωή, σε μια πραγματικότητα μέσα στο μυαλό του, που τη νιώθει πιο αληθινή από τον υλικό κόσμο γύρω του.

Σε παρόμοια αδιέξοδα μοιάζει να βρίσκεται και ο Φραντς Κάφκα. Ο πασίγνωστος αυτός συγγραφέας, ένιωθε να ασφυκτιά μεγαλωμένος με έναν πατέρα που τον προόριζε για μεγαλεία τα οποία ο Φραντς αρνούταν. Αυτή η δυσφορία εντεινόταν και λόγω της εργασίας του σε γραφεία ασφαλιστικών εταιρειών, βλέποντας για μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του τη γραφειοκρατία τους. Αυτό που αποτύπωνε πάντα στα έργα του, ακόμη και στα Γράμματα στον Πατέρα, ήταν ένας μηχανισμός εξουσίας, είτε αφηρημένος είτε συγκεκριμένος, από τον οποίο το υποκείμενο αδυνατεί να ξεφύγει. Μέσα στο λαβύρινθο αυτό, όσο κι αν προσπαθεί κανείς να ξεφύγει, τον περιμένει παραλογισμός, δύσκαμπτοι κανόνες και αδιέξοδα. Αυτή η κατάσταση θύμιζε αρκετά τη ζωή και την αντίληψη του Κάφκα, κι ας είχε προσεγγίσει ο ίδιος τις σοσιαλιστικές ιδέες. Ήταν αυτές οι συνθήκες που οδήγησαν τόσους συγγραφείς (όπως ο Μωπασάν και ο Γκόγκολ) να γράψουν έργα με επίκεντρο έναν τρελό.

Οι υλικές συνθήκες που γέννησαν το μαρξισμό ήταν οι ίδιες που στο μυαλό των αστών καλλιτεχνών – ακόμη κι όταν αυτοί ήταν αρνητές των προνομίων της τάξης τους, ή απόκληροί της – γέννησαν μια τέχνη που ενώ κάνει κριτική στον καπιταλισμό με το δικό της τρόπο, αδυνατεί να προσφέρει ριζοσπαστικές προοπτικές. Αυτό είναι αναμενόμενο για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η ίδια η ταξική αντίληψη, ενώ ο δεύτερος είναι πως η περίοδος παραμονής των σοσιαλιστικών επαναστάσεων δεν είχε φτάσει, κι ας είχαν βιώσει εργατικούς ξεσηκωμούς του ενός ή του άλλου μεγέθους. Μερίδα της αστικής διανόησης, λοιπόν, δεν υιοθετούσε το διθυραμβικό ρόλο άλλων σπουδαίων αστών λογοτεχνών της περιόδου. Όμως χρειαζόταν και αυτό το βήμα για να φτάσουν δεκαετίες αργότερα καλλιτέχνες που με τη συνειδητοποίηση των προηγούμενων αλλά και την ενεργό στράτευσή τους στο σοσιαλιστικό μέλλον, να εκφράσουν ακριβώς αυτόν τον νέο κόσμο που θέλουν να γεννήσουν οι καταπιεσμένοι της γης που βρίσκουν προοπτική.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι 9 τέχνες για την Πρωτομαγιά

Η παλαιστινιακή πένα του Μοχάμαντ Σάμπανα

Για την περίπτωση ΛΕΞ